Niggaz Wit Attitudes, περισσότερο γνωστοί με τα αρχικά N.W.A ήταν ένα γκρουπ από ράπερς που σχηματίστηκε στο Λος Άντζελες στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και αποτελείτο από τους Dr. Dre, Ice Cube, Mc Ren, Eazy-E, DJ Yella και Arabian Prince. Τα μέλη του, σχετίζονταν άμεσα ή έμμεσα με συμμορίες του Λος Άντζελες και συχνά αναφέρονται ως οι δημιουργοί του ‘’gangsta rap’’ (από κοινού με τον Ice-T). Τα τραγούδια τους δέχτηκαν έντονη κριτική από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού των Η.Π.Α., εξαιτίας των στίχων τους, που θεωρήθηκαν ότι προωθούσαν το μισογυνισμό, την επιθετικότητα, τα ναρκωτικά και γενικώς την εγκληματικότητα. Πολλά από τα τραγούδια τους απαγορεύτηκαν στις συναυλίες και στους ραδιοφωνικούς σταθμούς σε μια προσπάθεια των αρχών να περιορίσουν την επαφή νέων ανθρώπων με τη τοξικότητα και τη παραβατικότητα. Έτσι, χαρακτηρίστηκαν ως το πιο «επικίνδυνο» γκρουπ του κόσμου. Όμως, αυτή είναι η μία μόνο όψη του νομίσματος.
Σύμφωνα με τους N.W.A, η μουσική και οι στίχοι τους αντιπροσωπεύουν το ‘’reality rap’’, ήτοι τη καθημερινότητα των αφροαμερικανών κατοίκων του Λος Άντζελες. Το βιοτικό επίπεδο των αφροαμερικανών κατοίκων της περιοχής Compton της Πόλης των Αγγέλων – και όχι μόνο – ήταν εξαιρετικά χαμηλό, με τη φτώχεια και την εγκληματικότητα να καλπάζουν. Το εμπόριο και η κατανάλωση ναρκωτικών άνθιζε καθώς έδινε ένα διέξοδο από τη φτώχεια, φήμη και αποδοχή.
Οι στίχοι των N.W.A και ιδίως τα «τραγούδια – λάβαρά» τους (Straight Outta Compton και Fuck Tha Police καθώς και το Cop Killer από τον Ice-T), έφεραν αυτούς καθώς και την ευρύτερη κοινότητα των αφροαμερικανών, αντιμέτωπους με βιαιότερη μεταχείριση από την αστυνομία και τις αρχές. Γι’ αυτούς, το ραπ ήταν – και παραμένει σε μεγάλο βαθμό μέχρι και σήμερα – μέσο έκφρασης και αποσυμπίεσης από τη κοινωνική και οικονομική καταπίεση. Τα τραγούδια τους απέκτησαν γρήγορα πολιτικό χρώμα και παρόλο τη σκληρή αντιμετώπιση που έλαβαν από μια μερίδα του κόσμου, κατάφεραν να πουλήσουν 10 εκατομμύρια κομμάτια μόνο στις Η.Π.Α., μια τρομερή επιτυχία για την εποχή εκείνη. Οι N.W.A δεν επιθυμούσαν – όπως δηλώνουν και οι ίδιοι σε συνεντεύξεις που διενεργήθηκαν για λογαριασμό ντοκιμαντέρ που προβάλλεται στο Netflix – την υποκίνηση βίας και την αύξηση της εγκληματικότητας, καθώς είχαν αποκτήσει εμπειρία από το πόσο «κακή» είναι η ζωή στη σκιά της εγκληματικότητας και των ναρκωτικών. Εν ολίγοις, το μόνο που επιθυμούσαν είναι η δημοσιοποίηση της ζοφερής πραγματικότητας στους δρόμους του Λος Άντζελες με την ελπίδα ότι η κατάσταση θα άλλαζε προς το καλύτερο.
Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι η ραπ μουσική προήλθε ως μια κοινωνική αντίδραση απέναντι στη καταπίεση, τη φτώχεια και την εγκληματικότητα. Μιλάει για προβλήματα της καθημερινότητας, για όπλα, για ρατσισμό, για ναρκωτικά και για πολλά άλλα. Στόχος της, όμως, δεν είναι η μεταλαμπάδευση στους ανθρώπους στοιχείων της παρανομίας αλλά η ενημέρωσή τους για πραγματικά σοβαρά προβλήματα που μαστίζουν κυρίως τις μεγαλουπόλεις. Στόχος της δεν είναι ο διχασμός της κοινωνίας, αλλά η συμφιλίωσή της, όπως ακριβώς έγινε στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης από την ίδρυση του ευρύτερου χιπ-χοπ κινήματος. Αξίζει, όμως, να αναφερθεί ότι με τη πάροδο του χρόνου σημειώθηκαν εντάσεις μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Ακτής.
Καταλήγοντας, το ζήτημα της σύνδεσης της ραπ – κυρίως – μουσικής με την αύξηση της εγκληματικότητας και της βίας έχει απασχολήσει κατά καιρούς τους επιστήμονες. Διάφορες θεωρίες για το ζήτημα αυτό έχουν δημοσιευθεί στο παρελθόν. Οι απόψεις επί του θέματος διίστανται, καθώς πολλοί υποστηρίζουν ότι οι στίχοι της ραπ ωθούν νέους στη παραβατικότητα, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις για κάτι τέτοιο. Είναι βέβαιο, όμως, πως το ζήτημα χρήζει ενδελεχούς διερεύνησης.
Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ
Πηγές:
https://en.wikipedia.org/wiki/N.W.A
https://en.wikipedia.org/wiki/Straight_Outta_Compton
https://en.wikipedia.org/wiki/Fuck_tha_Police
Η εξέλιξη του Χιπ-Χοπ, Netflix
https://www.allmusic.com/artist/nwa-mn0000314793
https://medium.com/cuepoint/the-n-w-a-flowchart-477b8a6e241b
Becky L. Tatum (1999) The link between rap music and youth crime and violence: A review of the literature and issues for future research, Criminal Justice Studies, 11:3, 339-353, DOI: 10.1080/1478601X.1999.9959513