Βρισκόμαστε στο 1968. Μια εποχή που ο ρατσισμός στην Αμερική, αλλά και σε όλο τον κόσμο ήταν η νόρμα, με τους μαύρους να θεωρούνται άνθρωποι δεύτερης διαλογής. Μπορεί να μας φαίνεται απίστευτο, αλλά η εποχή δεν είναι τόσο μακρινή.
Οι Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος δεν χρειαζόταν να καταφύγουν στη βοήθεια της φαντασίας, για να αντιληφθούν την αντιμετώπιση που είχαν οι μαύροι στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Γι’ αυτούς –και για εκατομμύρια άλλους μη λευκούς– η αίσθηση ότι αποτελούσαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας ήταν μια φρικτή πραγματικότητα, με τον αθλητισμό να τους προσφέρει τη μοναδική ευκαιρία, για να ξεφύγουν απ’ όσα βίωναν.
Τα κατάφεραν πολύ καλά, όπως μαρτυρά και η εμφάνισή τους στους Ολυμπιακούς Αγώνες που φιλοξενήθηκαν στο Μεξικό. Ο Σμιθ νίκησε στην κούρσα των 200 μέτρων με ένα μυθικό παγκόσμιο ρεκόρ και ο Κάρλος τερμάτισε στην τρίτη θέση, δίνοντας δύο μετάλλια στις Η.Π.Α., την χώρα που εκπροσωπούσαν και αποκαλούσαν πατρίδα παρά το γεγονός ότι εκείνη τους αντιμετώπιζε ως ένα κατώτερο είδος.
Είναι γνωστό πως η παρουσία τους στο βάθρο την ώρα της απονομής επισκίασε τα πάντα, αλλά όχι για τους αγωνιστικούς θριάμβους τους. Οι δύο έγχρωμοι αθλητές έκαναν μια κίνηση που έχει μείνει στην ιστορία της καταπολέμησης του ρατσισμού, όπως ο πασίγνωστος λόγος του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ: φορώντας μόνο κάλτσες, για να εκφράσουν τους πεινασμένους αδελφούς τους κι από ένα μαύρο γάντι (σύμβολο του κινήματος των Μαύρων Πανθήρων) για την περηφάνια και την ενότητα της φυλής έδωσαν στον κόσμο μια από τις πιο δυνατές εικόνες του 20ού αιώνα.
Ο λευκός ανάμεσά τους θα μπορούσε να είναι μια παραφωνία. Μπορούσε να χαλάσει την στιγμή αντιδρώντας σε όσα συνέβησαν την ώρα της απονομής. Όμως ο Πίτερ Νόρμαν, όπως μαθεύτηκε η ταυτότητά του αργότερα, αποτελούσε μέρος του πλάνου, σχεδιάζοντας το σκηνικό, καθώς εκείνος πρότεινε (δεν υπήρχε δεύτερο ζευγάρι γαντιών) να φορέσουν ένα ο καθένας σε διαφορετικό χέρι.
Ο Νόρμαν, όπως και οι συναθλητές του, έφερε μια κονκάρδα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και στάθηκε δίπλα τους αποφασισμένος να υποστεί τις συνέπειες της έκφρασης της αλληλεγγύης του. Αν και προερχόταν από την Αυστραλία, μια χώρα με σκοτεινό παρελθόν σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση που έδειξε σε μειονότητες, δεν δυσκολεύτηκε να επιλέξει τον δρόμο του ανθρωπισμού αντί για εκείνον των διακρίσεων. Ωστόσο, πίσω στην πατρίδα του η «Λευκή Αυστραλία» δεν τον συγχώρεσε ποτέ…
Ο Νόρμαν επέστρεψε στην Αυστραλία, για να αντιμετωπίσει την δική του κόλαση. Δέχτηκε αφόρητες παρασκηνιακές πιέσεις προκειμένου να αποκηρύξει την ενέργεια των συναθλητών του και να απολογηθεί δημόσια για την δική του στάση ζητώντας συγγνώμη από τους ομόχρωμούς του. Ο Νόρμαν δεν το έκανε ποτέ και πλήρωνε αυτή την επιλογή για την υπόλοιπη ζωή του.
Η μη συμμόρφωσή του τον μετέτρεψε σε παρία. Αν και είχε κάνει ρεκόρ Αυστραλίας με το 20.06 (ένας χρόνος που παραμένει απλησίαστος και είναι ακόμη εθνικό ρεκόρ!), η διεθνής καριέρα του είχε τελειώσει. Έπιασε σε 13 περιπτώσεις το όριο των 200 μέτρων για πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972 και σε άλλες 5 εκείνο για τα 100 μέτρα. Ήταν ο καλύτερος σπρίντερ που είχε βγάλει ποτέ η χώρα. Όμως δεν συμμετείχε ποτέ ξανά σε μια τόσο μεγάλη διοργάνωση…
Η προσωπική κόλαση δεν σταμάτησε εκεί για τον Νόρμαν. Οι Αυστραλοί προσπάθησαν να τον σβήσουν από την ιστορία. Έφτασαν στο σημείο να μην αναφέρουν το όνομά του και πολλοί, ακόμη και στα τέλη του 20ού αιώνα, αγνοούσαν πως εκείνος ο λευκός ανάμεσα στους δύο μαύρους ήταν συμπατριώτης τους.
Χρειάστηκαν δεκαετίες αγώνων, για να αποκατασταθεί το όνομα και η δημόσια εικόνα του, αλλά και για να απολογηθεί η επίσημη Πολιτεία για την ανήθικη συμπεριφορά της. Ο ίδιος, βλέποντας ότι οι αρχές της χώρας τού έκλεισαν τον δρόμο προς τον πρωταθλητισμό, εγκατέλειψε τον στίβο. Δούλεψε σε κρεοπωλείο και αργότερα ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο, προτού ένας τραυματισμός τον οδηγήσει στην αναπηρική καρέκλα και από εκεί στην κατάθλιψη και τον αλκοολισμό.
Έφυγε πικραμένος, ξεχασμένος αλλά απόλυτα πεπεισμένος ότι είχε ακολουθήσει τον σωστό δρόμο εκείνο το βράδυ του Οκτώβρη του 1968. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να βιώσει την αποκατάσταση της κληρονομιάς που άφησε πίσω του, αφού το 2012 η Αυστραλία ζήτησε συγγνώμη για την άθλια συμπεριφορά απέναντί του. Εκείνος, όμως, είχε ήδη αποχαιρετήσει τον κόσμο 6 χρόνια πριν.
Το φέρετρό του το κουβάλησαν δύο γνώριμοι παλιόφιλοι. Ο Τόμι Σμιθ και ο Τζον Κάρλος τον ευχαρίστησαν με αυτό τον τρόπο για το γεγονός ότι εκείνος είχε κουβαλήσει στις πλάτες του την τιμή όλης της ανθρώπινης φυλής.
Ο Πίτερ Νόρμαν έζησε μια ζωή απάνθρωπη μετά από την κίνησή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968. Η επιλογή του όμως θα μείνει για πάντα στην ιστορία ως ένα φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση.
Επιμέλεια άρθρου: Ευγενία Κελαράκου
Εικόνες: Melbourne Streets Avant-g, rocor