Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κάιρο. Μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στο Παρίσι και την Αθήνα. Και ήταν μια ονειρεμένη ζωή. Σπουδές, κινηματογράφος, μουσική, πολιτικοί αγώνες, Μάης του ’68, επαφές με σπουδαίους διανοητές. Πρόκειται για έναν πολύπλευρο καλλιτέχνη που κατάφερε να εκφραστεί πολυεπίπεδα και να καταθέσει ένα αξιοζήλευτο έργο. Μνημειώδης είναι η πολυβραβευμένη ταινία του Ρεμπέτικο που κυκλοφόρησε το 1983 και αποτελεί σημείο αναφορά για το ομώνυμο μουσικό είδος. Σήμερα, συνομιλώ στο your e-articles με τον σκηνοθέτη Κώστα Φέρρη.
-Γεννηθήκατε στο Κάιρο. Ποιες είναι οι μνήμες των παιδικών σας χρόνων;
Πόλεμος, θάνατος του πατέρα, γεύσεις, μυρωδιές, αγάπη και αλληλεγγύη με τον Αιγυπτιακό πληθυσμό. Ποίηση και λογοτεχνία. Τέχνες, θέατρο, νοσταλγία για την Ελλάδα, γυρίσματα ταινιών, κινηματογραφική λέσχη, Επανάσταση του Νάσερ, το νερό του Νείλου που κανένας άλλος δε μπορεί να καταλάβει εκτός από τους Αιγυπτιώτες. Και φυσικά φτώχεια, μεγάλη φτώχεια, που όμως δε μας αγγίζει.
-Έχετε Λιβανέζικες και Κυπριακές ρίζες στην οικογένειά σας. Αυτό πως λειτούργησε στη διαμόρφωση της κουλτούρας σας;
Τις Λιβανέζικες ρίζες τις ανακάλυψα πρόσφατα. Όμως το άνοιγμα της Ανατολής στη Δύση και τη ματιά της Δύσης στην Ανατολή, αναγνωρίζω στην «κοσμοπολίτικη» αντίληψη του κόσμου, κοινή τον καιρό του πολέμου με τη συσσώρευση λαών και φυλών στη Μέση Ανατολή. Συνειδητοποιώ σήμερα, πως η αγάπη μου για την Ασμαχάν από τη μια και τον Χαλίλ Γκιμπράν αφ’ ετέρου, οφείλεται ίσως στο Λιβανέζικο μέρος του DNA. Όσο για την Κύπρο, η συναισθηματική και ηθική συμμετοχή μου στον Κυπριακό Αγώνα για την Ένωση, κάλυψε όλα τα άλλα.
-Σπουδάσατε στην Αμπέτειο Σχολή και στη Δραματική Σχολή του Τάκη Τσάκωνα στο Κάιρο. Τι αποκομίσατε;
Η Αμπέτειος δεν είχε μόνο καλούς δασκάλους. Όμως είχε όσους χρειάζεται για να συνειδητοποιήσει ένα ευαίσθητο παιδί την αξία του, τα ταλέντα του, τη δύναμή του. Κι αυτό είναι δυσεύρετο στην Παιδεία. Μόνο κάποιες – λίγες πρωτοποριακές σχολές σήμερα επιχειρούν αυτό ακριβώς. Όσο για τη δραματική σχολή του Τάκη Τσάκωνα (ένας και μοναδικός δάσκαλος) έμαθα πράγματα που καμία άλλη δραματική σχολή ή ακόμα και Πανεπιστημιακή σχολή «θεατρολογίας» δεν διδάσκει. Όπως π.χ. την Ιστορία της σκηνοθεσίας του θεάτρου. Ακόμα και σήμερα, ποιος ξέρει τους Antoine, Gordon Graig, Max Reinhart, Charles Dullin, Jacques Coppeau, Piscator, Pitoeff, Artaud κ.λπ.; Μόνο κάτι πασαλείματα από Στανισλάφσκι έχουν ακούσει οι νεώτεροι. Αλλά το κυριότερο στις σχολές της Αιγύπτου, είναι πως ενεθάρρυναν τα εξωσχολικά διαβάσματα, που άλλες σχολές -ακόμα και σήμερα- αποτρέπουν.
-Πώς προέκυψε η μετάβαση στην Αθήνα και η παρουσία σας στην Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου;
Είχα να διαλέξω ανάμεσα στην IDHEC στο Παρίσι και την πρακτική εξάσκηση-μάθηση στην Ελλάδα. Όμως με τον νόστο για την Ελλάδα και τη μητρική μου γλώσσα, νίκησε η Ελλάδα. Κυρίως όταν έμαθα πως ιδρύθηκε μία νέα σχολή κινηματογράφου, πολλά υποσχομένη.
-Τι κλίμα επικρατούσε στην Αθήνα το 1957 όπου είχατε εγκατασταθεί;
Θλιβερό. Η γενιά μου έβγαινε από έναν άδικο Εμφύλιο και οι προοπτικές της προόδου δυσοίωνες. Αποστασιωμένος από πολιτικές διαμάχες αφού μεγάλωσα στην Αίγυπτο μακρυά απ’ όλα αυτά, κουβάλησα έναν αέρα αισιοδοξίας, και πιστεύω πως κατάφερα να τον μεταδώσω στην «παρέα» μου, που ήταν ακριβώς η παρέα (Ομάδα) που δημιούργησε τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο.
-Συνεργαστήκατε ως βοηθός σκηνοθέτη με σπουδαίους Έλληνες και ξένους σκηνοθέτες. Ποια ήταν η πιο αντιπροσωπευτική σας συνεργασία;
Σίγουρα η πρώτη μου δουλειά με τον Νίκο Κούνδουρο μου χάρισε τη συνείδηση πως η σκηνοθεσία είναι μία πολύ σύνθετη εργασία και πως άλλο βλέπεις με γυμνό μάτι και άλλο βλέπει ο φακός της μηχανής. Έτσι ξεπέρασα γρήγορα το βασικό μειονέκτημα των αρχάριων σκηνοθετών, που πιστεύουν πως «αυτό που’ χουν στο μυαλό τους» αποτυπώνεται… αυτομάτως στο φιλμ! Όμως η φιλία μου με τον Βασίλη Γεωργιάδη και οι ατέλειωτες κουβέντες και τα ξενύχτια μας, μου έδωσαν τη γνώση της ανάγκης για φροντίδα σε κάθε λεπτομέρεια, κάθε γωνία, κάθε τετραγωνικό εκατοστό του κάδρου και του πλάνου. Τίποτα στον κινηματογράφο δε γίνεται μόνο του, και η «τύχη» που λέει ο Κοκτώ, αφορά την τόλμη να δοκιμάσεις καινούργια πράγματα, να μη φοβηθείς μήπως και κάνεις κάποιο λάθος. Χωρίς το ρίσκο του λάθους, δημιουργία δε γίνεται. Αλλά η σημαντικότερη κινηματογραφική συνεργασία μου, πραγματοποιήθηκε με τη μεγάλη και παντοτινή φιλία μου με τον Jean-Daniel Pollet, για την οποία θα μιλήσω παρακάτω.
-Το 1961 σκηνοθετήσατε τη πρώτη σας μικρού μήκους ταινία με τίτλο Τα Ματόκλαδα Σου Λάμπουν η οποία και λογοκρίθηκε. Η λογοκρισία τελικώς λειτουργεί θετικά ή αρνητικά για τον καλλιτέχνη και το έργο του;
Φαντάζομαι πως αυτό έχει σχέση με τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Εμένα, η άδικη απ’ όλες τις απόψεις λογοκρισία μιας ταινίας μικρού μήκους που επαινέθηκε από την πρώτη στιγμή από συναδέλφους και κριτικούς, με πείσμωσε. Κι αφού υπήρξα τυχερός συν τοις άλλοις (την ίδια χρονιά μου δόθηκε η ευκαιρία να «σκηνοθετήσω» ανωνύμως στην ουσία μία σπουδαία ταινία μεγάλου μήκους) απέκτησα τη δύναμη να το παλεύω μ’ ένα στομάχι αήττητο!
-Πώς κρίνετε τον Νόμο που συζητήθηκε σχετικά με την απαγόρευση υλικού που ενδέχεται να υποκινεί σε βία ή τρομοκρατικό έγκλημα με το περιεχόμενό του;
Κανένας νόμος δεν μπορεί να εξαφανίσει τα εγκληματικά ένστικτα του ανθρώπου που δεν έχει γίνει ακόμα Άνθρωπος. Αλλά ούτε πιστεύω πως το καλλιτεχνικό έργο μπορεί να υποκινήσει τη βία σε ανθρώπους που δεν την έχουν μέσα τους. Η κτηνωδία δεν αφορά την Τέχνη, και η Τέχνη (δυστυχώς) δε μπορεί να αποτρέψει την κτηνωδία. Απλά και μόνο, και δεν είναι λίγο, η Τέχνη βοηθάει στην εξέλιξη του πολιτισμού, και ο πολιτισμός μπορεί (αργά έστω) να εξευγενίσει τον άνθρωπο.
-Το 1965 κυκλοφόρησε η πρώτη σας μεγάλου μήκους ταινία, το Μερικές Το Προτιμούν Χακί. Πώς νιώθετε 55 χρόνια μετά;
Πρόσφατα ανακάλυψα μια κόπια, και ανυπομονώ να τη δω στη «μοβιόλα». Είμαι σίγουρος πως έχει ωραία και ενδιαφέροντα στοιχεία. Την εποχή εκείνη, την έκανα με μεγάλο κέφι γιατί είχα στα χέρια μου ένα υπερ-παραδοσιακό σενάριο του «εμπορικού» κινηματογράφου, στην πραγματικότητα μια «φαρσοκωμωδία» και χαιρόμουνα να την αποδομήσω. Βέβαια αυτό μου στοίχισε την αντιεμπορικότητα της ταινίας, παρ’ όλους τους αστέρες της κωμωδίας που πρωταγωνιστούσαν: Παπαγιαννόπουλος, Στολίγκας, Βογιατζής, Γιαννόπουλος, Μιχαλακόπουλος, Καλατζοπούλου κ.ά. Αλλά αυτό δε με πείραξε γιατί ο δρόμος για έναν «άλλο» κινηματογράφο είχε ανοίξει.
-Τα χρόνια από το 1967 έως το 1972 ήταν δύσκολα για την Ελλάδα η οποία βρισκόταν υπό το καθεστώς δικτατορίας. Εσείς βρίσκεστε στο Παρίσι. Τι ένιωθαν οι άνθρωποι στο Παρίσι για τα γεγονότα της Ελλάδας;
H παρέα μας (κινηματογραφιστές ως επί το πλείστον) είχε άμεση σχέση με την Ελλάδα και τα τεκταινόμενα, μια και η δικτατορία ήταν η αιτία της εξορίας μας. Γι’ αυτό και η νοσταλγία οδηγούσε πολλούς (που είχαν και την οικονομική άνεση) να κάνουν καλοκαιρινές διακοπές στη Βάρνα της Βουλγαρίας, για να «μυρίζουν» τον αέρα της Ελλάδας. Κι από την άλλη, μόλις δόθηκε η πρώτη αμνηστεία, οι περισσότεροι επιστρέψαμε, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να μας ξαναπιάσουν! Πράγμα που έγινε σε κάποιες περιπτώσεις, όπως του Σταύρου Κωνστανταράκου που φυλακίστηκε για κάτι που δεν κάλυπτε η αμνηστεία.
-Εκεί συνεργαστήκατε με τον Jean-Daniel Pollet και συμμετείχατε στο κίνημα του Μάη του ’68. Πώς αναλογίζεστε τις στιγμές σας στο Παρίσι;
Τον Jean-Daniel Pollet τον είχα γνωρίσει ήδη το 1961 και από τότε ξεκίνησε η βαθειά φιλία μας. Το 1965 κατόρθωσα να του οργανώσω την ταινία Μια Σφαίρα στην Καρδιά, που στάθηκε η αφορμή να γνωρίσει ουσιαστικότερα τον ζωντανό Ελληνικό πολιτισμό, να τον λατρέψει και να εξελιχθεί σε πραγματικό φιλέλληνα. Επιπλέον, ζώντας από κοντά τα Ιουλιανά, πολιτικοποιήθηκε ξαφνικά, πράγμα που αξιοποίησε τον Μάη του ’68 όπου και πρωτοστάτησε. Το συγκινητικό είναι πως οργάνωσε το γύρισμα μιας ολόκληρης ταινίας με σκοπό τη φυγάδευσή μου (και του Μίκη που όμως στο μεταξύ είχε συλληφθεί) στη Γαλλία. Στο Παρίσι με φιλοξένησε σπίτι του, και συνεργαστήκαμε επανειλημμένα, ώσπου έγραψα και το σενάριο μιας από τις ταινίες του. Τον Μάη του ’68 βρεθήκαμε δίπλα ο ένας στον άλλο, στις διαδηλώσεις. Από κείνον γνώρισα και τον Σλεντόρφ, τον Λουϊ Μαλλ, τον Πιερ Καστ και όλην την ομάδα της Νουβέλ Βαγκ. Το αστείο είναι πως εκείνος μου μίλαγε για την ποίηση του Ρίτσου και του Σεφέρη κι εγώ του έλεγα για τον Βερλαίν και τον Πρεβέρ! Μάης του ’68, Γαλλικός κινηματογράφος, Έλληνες κινηματογραφιστές που έγιναν όλοι φίλοι του, ακόμα κι ο Αντουάν Ντυαμέλ για τον οποίο έγραψα μιαν όπερα που ανεβάσαμε στη Λυόν, είναι αυτά που μου θυμίζουν το Παρίσι κι αυτά που το Παρίσι μου θυμίζει. Κι ύστερα είναι οι συναντήσεις μου με τον Σαλβατόρ Νταλί αλλά και τη νεαρή τότε Παλόμα Πικάσο, την Μαριάνα του Μάη Carolinede Bendern, τη Nico και τη Viva και πολλούς-πολλούς ακόμα. Όταν το 1988 κάλεσα τον Jean-Daniel στο συνέδριο των Δελφών, η συνάντησή μας ήταν συγκινητική. Ένα χρόνο αργότερα, γύρισε τις Τρεις μέρες στην Ελλάδα, που είναι αφιερωμένη σε μένα. Εγώ του αφιέρωσα το Oh Babylon. Το Παρίσι, εκτός από τις «μαζικές» συγκινήσεις και κινητοποιήσεις, είναι δεμένο με τις ανθρώπινες σχέσεις. Ανεπανάληπτες.
-Άλλαξαν τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα στη πορεία των χρόνων;
Ποτέ δεν με ενδιέφεραν το πολιτικά κινήματα. Ο Μάης του ’68 ήταν κάτι άλλο. Καμία σχέση με την στενά εννοούμενη πολιτική και τα κόμματα. Κι αν τα κινήματα άλλαξαν μορφή και τρόπους εκδηλώσεων, δεν με αφορούν, όπως δεν αφορούν την ίδια την Ιστορία.
-Υπάρχει μια εσωστρέφεια των σύγχρονων ανθρώπων ως προς τη συμμετοχή τους σε αυτά;
Μακάρι να υπήρχε εσωστρέφεια. Ο άνθρωπος όταν απορροφάται από τη «μάζα», παύει να είναι άνθρωπος.
-Πώς κρίνετε το κίνημα των Αγανακτισμένων που έλαβε διαστάσεις στην Ελλάδα τα χρόνια του μνημονίου;
Να το παράδειγμα. Τις τρεις πρώτες μέρες, ήταν υπέροχα. Μου θύμισε τον Μάη του ’68. Ύστερα μπήκαν μέσα τα κόμματα, και το μαγάρισαν.
-Σας ενοχλεί η ελληνική κοινωνία; Έχει παθογένειες;
Δεν είναι η κοινωνία που με ενοχλεί. Είναι οι άνθρωποι. Κι όχι οι Έλληνες, αυτοί έχουν υπέροχα χαρακτηριστικά, μοναδικά στον κόσμο. Με ενοχλούν οι αγράμματοι που νομίζουν πως τα ξέρουν όλα, οι φανατικοί που πιστεύουν πως μόνο αυτοί έχουν δίκιο, οι ζηλόφθονοι, οι κερδοσκόποι, οι καυγατζήδες, οι «Ευρωλιγούρηδες» που λέει κι ο Ζουράρης, οι Ελληνο-γιάπηδες, οι Life-Style, οι ατάλαντοι, οι τσαπατσούληδες, οι διαπλεκόμενοι με τα παρακλάδια της εξουσίας, οι μαφιόζοι. Θα μου πεις πως τέτοιους έχει όλος ο κόσμος. Ναι, αλλά στην Ελλάδα είναι ιός. Είναι αρρώστια και δεν αφήνουν την κοινωνία να πάει μπροστά.
-Πώς αντιλαμβάνεστε τη κοινωνική και οικονομική κατάσταση της χώρας;
Μια βαρκούλα στον φουρτουνιασμένο ωκεανό. Βολοδέρνουμε νομίζοντας πως κάτι κάνουμε, κι είμαστε πάντα εξαρτημένοι από τον «ξένο παράγοντα».
-Που τοποθετείστε πολιτικά;
Δεν ξέρω. Πιστεύω πως η πολιτική και τα κόμματα συντηρούν μια συγκρουσιακή κοινωνία. Και αυτός είναι ακριβώς ο ορισμός της αντικοινωνικότητας. Είναι αυτό που αναιρεί ακριβώς τον λόγο ύπαρξης της κοινωνίας, που είναι η ενότητα. Αν πρέπει να μου βρεις μια ταμπέλα, πες με Ουτοπιστή. Που απεχθάνεται τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται.
-Έχει περάσει από διακυμάνσεις η ελληνική αριστερά. Φαίνεται να είναι μουδιασμένη σήμερα; Δυσκολεύεται να εμπνεύσει τον λαό;
Δεν με ενδιαφέρει ούτε η αριστερά, ούτε η δεξιά. Ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να περνάει από αριστερά στα δεξιά και αντιστρόφως. Η συντήρηση και η επανάσταση, αντιστοιχούν στον εποχιακό κύκλο της φύσης. Οι ταμπέλες και η ακινησία, είναι θάνατος. Θα μπορούσε ίσως να εφευρεθεί ένα καθεστώς όπου οι κυβερνήσεις συντηρούν για τέσσερα χρόνια τα κεκτημένα μιας θεσμοθετημένης επανάστασης, που κρατάει τρεις μήνες.
-Μπορεί να νομιμοποιήσει τη βία κάποιος πολιτικός χώρος με σκοπό την εξυγίανση φαινομένων που θεωρεί ότι απειλούν το δημοκρατικό πολίτευμα;
Με τίποτα. Η βία είναι αντικοινωνική. Η δημοκρατία δεν επιδέχεται τη βία, ούτε καν για να σωθεί. Αν είναι να τη σώσουμε «δια της βίας», τότε… να μη σώσουμε!
-Γιατί γίνεται συνεχώς κουβέντα για την αριστερή και τη δεξιά βία;
Γιατί αυτό εξυπηρετεί τις εξουσίες. Διαίρει και βασίλευε δε λένε;
-Οι σκέψεις σας για τη δικαστική απόφαση της Χρυσής Αυγής;
Ευτυχώς που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Το κακό έπρεπε να ξεριζωθεί από την πρώτη στιγμή. Κρίμα που χρειάστηκε να υπάρξουν θύματα.
-Η διαχείριση της Κυβέρνησης στο ζήτημα της πανδημίας;
Προτιμώ να μιλήσω για τη διαχείρηση της πανδημίας από την Ευρώπη αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο. Είναι απαράδεκτο η υγεία των ανθρώπων να βρίσκεται στα χέρια κερδοσκοπικών Εταιρειών. Αν είναι κάτι που θα έπρεπε να κοινωνικοποιηθεί εδώ και τώρα, είναι όλη η αλυσίδα της υγείας. Κάτι πήγε να γίνει με την πρόταση για την κατάργηση των πατεντών κι αμέσως ξεχάστηκε.
-Η στάση της προς τους καλλιτέχνες;
Οι πολιτικοί αντιμετωπίζουν τους καλλιτέχνες ως γελωτοποιούς. Κι επιπλέον, ζηλεύουν τη δημοτικότητά τους, κάτι που αυτοί δε μπορούν να πετύχουν, όσα και να ξοδέψουν για την προπαγάνδα τους. Είναι εξωφρενικό να αντιμετωπίζουν τη μουσική ως… μέσον μετάδοσης της νόσου.
-Οι επιρροές που σας καθόρισαν ως σκηνοθέτη;
Είναι 5-6 ταινίες. Θα ξεπεράσω γρήγορα τις «κλασικές» (Θωρηκτό Ποτέμκιν και Πολίτης Κέην), για να αναφέρω τους τίτλους των ταινιών που μου αποκάλυψαν την ιδιαιτερότητα της γλώσσας του σινεμά: Death of a Salesman του Laszlo Benedeck.I Vitelloni του Federico Fellini. The Killing του Stanley Kubrick. Carosello Napoletano του Ettore Giannini. Και φυσικά ο Δράκος του Νίκου Κούνδουρου.
-Οι ταινίες που σας συγκινούν όσες φορές και αν τις δείτε;
Είναι πολλές. Θα αναφέρω δειγματοληπτικά μόνο δύο, που ανήκουν στην κατηγορία των Films on Film: Singin’ in the rain των Stanley Donen και Gene Kelly, και Hugo του Martin Scorcese. Αλλά δεν πρέπει να ξεχάσω το Amadeus του Milos Forman.
-Η ταινία που θεωρείτε το σήμα κατατεθέν σας είναι το Ρεμπέτικο, μια ταινία που διακρίθηκε και βραβεύτηκε. Ποια ήταν τα στοιχεία που την καταξίωσαν από τη στιγμή που κυκλοφόρησε ως σήμερα;
Πρώτον, η αυθεντικότητά της. Μία αυθεντικότητα που είναι «κατασκευασμένη» κομματάκι-κομματάκι, γιατί στο σινεμά τίποτα δε γίνεται από μόνο του. Δεύτερον η «αναγωγή του παραδειγματικού στο συνταγματικό» όπως λέγεται στη φιλοσοφία. Δηλαδή η αλληλεπίδραση του «ενός» με το «όλον», και αντιστρόφως. Συγκεκριμένα, έχουμε έναν άνθρωπο (στην προκειμένη περίπτωση τη Μαρίκα) ως καύσιμο της ίδιας της Ιστορίας (στην προκειμένη περίπτωση της Ελλάδας). Αυτή η αλληλεπίδραση (interactivity) όταν αναδεικνύεται, αγγίζει τον άνθρωπο στα πιο βαθιά αισθήματά του, στις πιο απόκρυφες μνήμες του. Και τότε συντελείται μία αποκάλυψη, μία συνείδηση, πως είμαστε όλοι «καύσιμα» της Ιστορίας της χώρας μας, της Ιστορίας του κόσμου. Αυτό το στοιχείο έκανε την ταινία να αγγίζει όλους τους ανθρώπους, σε όλες τις χώρες, σε όλες τις φυλές.
-Τι σημαίνει για εσάς το ρεμπέτικο ως μουσικό είδος; Τι σας δημιούργησε έλξη προς αυτό;
Το ρεμπέτικο τραγούδι, και κυρίως το «μουρμούρικο» που είναι και ο βασικός σκελετός του, υπήρξε από γενησιμιού του «κλασικό». Με τη λιτότητα του στίχου του, την αμεσότητα του προφορικού λόγου, την απουσία κάθε συναισθηματικής χροιάς, τον μινιμαλισμό της μουσικής, λειτούργησε από την πρώτη στιγμή ως φορέας άμεσης επικοινωνίας, ένα τραγούδι – κουβέντα με τον άνθρωπο, κουβέντα ακόμα και με το Χάρο.
–Η μουσική αποτέλεσε καίριο κομμάτι της πορείας σας. Συνεργαστήκατε με πολλούς σπουδαίους μουσικούς, από τον Βαγγέλη Παπαθανασίου ως τη Θέσια Παναγιώτου. Τι αποκομίσατε;
Ο Βαγγέλης κατάλαβε από την πρώτη στιγμή πως από μένα μπορούσε να βγάλει πράγματα που είχε μέσα του ανεκδήλωτα, κυρίως σ’ ό,τι αφορά τις δομές της μουσικής. Η φιλοχρηματία του, η τσιγγουνιά και η αχαριστία με οδήγησαν στην απομάκρυνση, κι εκείνον στην ανάγκη… «να σκοτώσει τον πατέρα». Κακό της κεφαλής του. Εμένα δε μου προσέφερε τίποτα, εκτός από την ικανοποίηση να ασχοληθώ αποφασιστικά με τη ροκ σκηνή και να αφήσω το στίγμα μου. Με τον Σταύρο Λογαρίδη, επαναλήφθηκε το ίδιο φαινόμενο, μόνο που εκείνος δεν κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να αξιοποιήσει τη συνεργασία μας. Πιο πολύ κατάλαβε την ουσία της προσφοράς μου ο παραγωγός του Ακρίτα, Κώστας Φασόλας. Ο Σταμάτης Σπανουδάκης δεν κατάλαβε τίποτα. Δεν είχε τα φόντα, και το ταλέντο του στοιχειώδες και ανοργάνωτο. Εκείνος φυσικά που κατάλαβε από την πρώτη στιγμή τι είχα να του προσφέρω, είναι ο Σταύρος Ξαρχάκος. Πρέπει να δεχθώ πως μαζί μου «τα έδωσε όλα», και το αποτέλεσμα φάνηκε σ’ όλη του τη δύναμη. Από το Ήτανε μια φορά ίσαμε το Ρεμπέτικο. Δεν με πείραξε που επεχείρησε να υπερκαλύψει την εικόνα, είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος που μαθαίνει από τους άλλους και αξιοποιεί τους συνεργάτες του σ’ ό,τι μπορούν να του προσφέρουν. Από κει και πέρα, όλοι οι άλλοι μουσικοί που συνεργάστηκαν μαζί μου, ήσαν ευτυχισμένοι με τη συνεργασία αυτή, και θα’ θελαν κι άλλο. Ιδιαίτερη αναφορά θα κάνω στον Νίκο Κυπουργό, έναν ευγενή και ευαίσθητο συνθέτη, που είναι μέσα στην καρδιά μου. Το ίδιο και με τον Antoine Duhamel, με τον οποίο έγραψα την Όπερα των Πουλιών, αλλά η εμμονή του στη λεγόμενη «σύγχρονη μουσική» και τους ατονάλ πειραματισμούς, δε μας άφησε να πάμε παρακάτω. Το αποφασιστικό μου δέσιμο με μουσικοσυνθέτη ήρθε το 1986, με τη συνάντησή μου με τη Θέσια Παναγιώτου, που ερωτεύτηκα μαζί με τη μουσική της, όταν ακόμα εκείνη μόλις ξεκινούσε την καριέρα της. Η Θέσια έχει τεράστια αποθέματα, και μια τεράστια γκάμα μουσικών ιδιωμάτων που αξιοποιεί. Είναι το μεγαλύτερο μουσικό ταλέντο που συνάντησα στη ζωή μου. Αλλά δεν «πήρε» μόνο από μένα, μου «έδωσε» κιόλας. Είναι με τη Θέσια που έμαθα να οργανώνω τις μουσικές που άκουγα μέσα μου, και να τις μεταπλάθω σε εικόνες. Η ζωή μου όλη, αποτελείται από δύο πράξεις: Πριν τη Θέσια, και μετά τη γνωριμία μας. Της χρωστάω την ωριμότητά μου, όχι μόνο στην τέχνη και τη δημιουργία, αλλά και στο ανθρώπινο επίπεδο. Πάντα έλεγα πως είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος. Αλλά η μεγάλη Τύχη μου, ήταν η συνάντησή μου με τη Θέσια Παναγιώτου. Μου σπάει τα νεύρα πολλές φορές με την επίμονη και παιδιάστικη αμφισβήτηση, αλλά στο τέλος και πάντα καταλαβαίνω που έχει δίκιο, και… διαφοροποιούμαι. Είναι θεϊκό δώρο να ζεις και να συνεργάζεσαι μ’ έναν αγνό κι εξαιρετικά ταλαντούχο άνθρωπο σαν τη Θέσια, που κουβαλάει μια τεράστια μόρφωση, ένα σπάνιο ήθος και αγνότητα, κι ένα ανεξάνλητο ταλέντο.
-Με τη μουσική ασχοληθήκατε και στο Καλλιτεχνικό Καφενείο, μια ξεχωριστή στιγμή της δημόσιας τηλεόρασης. Τι εσωτερικές ανάγκες σας κάλυψε;
Δεν ασχολήθηκα με τη μουσική στο Καλλιτεχνικό Καφενείο. Η σειρά αυτή ήταν ένα δώρο που μου’ κανε ο αγαπημένος μου παραγωγός Λάκης Πάντας, και μου έδωσε μια λύση στις βιοποριοστικές ανάγκες σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής μου. Από κει και πέρα, μου’ δωσε την ευκαιρία να ξανασυναντηθώ με παλιούς μου φίλους, από την εποχή της φτώχειας όπως ο Νίκος Ξανθόπουλος, ο κουμπάρος μου Αντρέας Μπάρκουλης, ακόμα και να συμφιλιωθώ με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
-Θυμάστε καλά πράγματα από τις δουλειές σας στη τηλεόραση;
Μα φυσικά. Πώς να ξεχάσω τη ζεστή συνεργασία με τον Νίκο Τζόγια, την ανακάλυψη του ταλέντου της Κατερίνας Αποστόλου, την πολυπραγμοσύνη του Μανώλη Μαριδάκη, την αυτοθυσία του Περικλή Κόκκινου, τη συνεργασία μου με τον Γιώργο Κωνσταντίνου, ακόμα και με τους νεώτερους. Tο χιούμορ της Ελένης Ράντου, την πιστή φιλία με τους Λάζο Τερζά, Πόπη Γιαμαρέλλου, Νίκο Λυκομήτρο, Γιώργο Ζορμπά, τη συνεργασία μου με την Ελένη Καραϊνδρου, την «παραγγελία» του Μάνου Χατζηδάκι, τις ιδέες του Ιάκωβου Καμπανέλλη, τον Γιώργο Παπαστεφάνου, τη Μαρίζα Κωχ. Άνθρωποι, άνθρωποι, άνθρωποι που γέμισαν τη ζωή μου με συγκινητικές μνήμες, και με φόρτισαν με δυνατές συγκινήσεις. Είναι οι εποχές που χτίζαμε την Ελληνική τηλεόραση πετραδάκι-πετραδάκι και δεν ξέραμε τι θα πει κούραση.
-Ποια είναι η κατάσταση της τηλεόρασης του σήμερα;
Κι ύστερα ήρθε η ιδιωτική τηλεόραση και τα τίναξε όλα στον αέρα. Η κερδοσκοπία κατέστρεψε κάθε ιδέα τέχνης και δημιουργίας. Το μεράκι υποκαταστάθηκε από το κυνήγι του μεροκάματου. Σήμερα, θα έπρεπε να ξαναπιάσομε τα πράγματα από την αρχή. Αλλά που κουράγιο, που λέει κι ο Παπαδιαμάντης.
-Ήταν ιδιαίτερη φυσιογνωμία ο Σαλβαντόρ Νταλί;
Αν δεν ήξερα πως έκανε τουλάχιστον 500 πραγματικά αριστουργήματα, θα έλεγα πως ήταν ένας σκέτος τσαρλατάνος. Και ήταν όντως όταν τον γνώρισα. Τότε πια τον ενδιέφερε μόνο το χρήμα και πουλούσε τρέλλα.
-Έχετε αναφερθεί με ένα παράπονο για τη συμπεριφορά του Δημήτρη Χορν σε σας. Ο λόγος;
Δεν θα ήθελα να αναφερθώ σ’ αυτό. Μετάνοιωσα που του κράτησα κακία ως το τέλος, τόσο σ’ αυτόν όσο και στη Λαμπέτη και δεν τους ξαναμίλησα, όσες προσπάθειες κι αν έκαναν.
-Υπήρξατε μέλος του ΔΣ του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Τι οδήγησε στην παραίτησή σας;
Παραιτηθήκαμε ομόφωνα, γιατί το Υπουργείο Πολιτισμού, με συνωμότη τον τότε Γραμματέα και νυν Υφυπουργό Γιώργο Γιατρομανωλάκη. Πήρε αποφάσεις για τη διοργάνωση του διαγωνισμού COVID, καταργώντας το αυτοδιοίκητο του ΕΚΚ. Ο διαγωνισμός αυτός ήταν γελοίος και εν πολλοίς παράνομος και εξυπηρετούσε μόνο τους διαπλεκόμενους ψευτοπαραγωγούς και κάποιους κερδοσκόπους. Σε εμάς, ανέθεσε την εκτέλεση του προγράμματος, κι εμείς δε μπορούσαμε να αρνηθούμε γιατί θα ξεσηκώνονταν εναντίον μας όλος ο κλάδος. Όταν πια έγινε σάλος και παρενέβη η Αρχή Διαφάνειας, μας διέταξαν να εκταμιεύσουμε τα ποσά. Αυτό θα μας οδηγούσε στη διάπραξη ποινικού αδικήματος, και αρνηθήκαμε, με την ομαδική παραίτησή μας.
-Πώς κρίνετε τη λειτουργία του ΕΚΚ; Παρατηρήσατε ατασθαλίες και φαινόμενα διαπλοκής;
Μα δε χρειάζεται να παρατηρήσουμε τίποτα. Ήταν ήδη γνωστό πως με τον Νόμο Γερουλάνου, θεσμοθετήθηκε η παρανομία, η διαπλοκή, η σύγκρουση με άλλους νόμους (π.χ. του 2121), οι μίζες, οι χαριστικές πράξεις, η τεχνητή διάσπαση του κλάδου σε μιαν ομάδα 30-40 απατεώνων που αυτοχαρακτηρίστηκαν «υγιείς δυνάμεις» και απειλούσαν να εξαφανίσουν όλους τους υπόλοιπους (3.000-4.000 οικογένειες) ως παρωχημένους, ανενεργούς, ξωφλημένους και άλλα κοσμητικά. Από κει και πέρα, όταν αρχίσαμε ν’ ανοίγουμε τις ντουλάπες με τους σκελετούς, συγκροτήθηκαν οι μιζαδόροι και οργάνωσαν τη γενικευμένη επίθεση εναντίον μας. Το βράδυ της παραίτησής μας, ξενυχτήσαμε γλεντώντας με ανακούφιση.
-Σε τι κατάσταση βρίσκεται τα τελευταία χρόνια το σύγχρονο ελληνικό σινεμά.
Το Ελληνικό Σινεμά έχει βαλτώσει. Και δεν φταίνε μόνο τα χρήματα, που πολύ τσιγγούνικα παρέχει το Κράτος για την ίδια τη δημιουργία. Φταίει και η ενδιάμεση γενιά, μετά από μας, που δε βρήκε την περιέργεια για μάθηση, την αγάπη για το ίδιο το σινεμά, και εγκλωβίστηκε στα κουμπάκια του υπολογιστή που χειρίζονται χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς συντελείται εκεί μέσα στο κλειστό κουτί. Φταίει και η επόμενη γενιά, που βολεύτηκε στα ψίχουλα που τους δίνουν εξαγοράζοντας συνειδήσεις, που κατάντησαν υπηρέτες των ψευτοπαραγωγών, που απεμπόλησαν το δικαίωμα της δημιουργίας, που δεν είχαν όνειρα, που να ψάξω για οράματα, που καταναλώνονται στο να κατηγορούν τους πράγματι ανεξάρτητους συναδέλφους τους, που δεν σέβονται την Ιστορία που έχτισαν εκ του μηδενός αυτοί που τους έστρωσαν το χαλί να περάσουν. Είναι ύβρις, με την αρχαιοελληνική ιερότητα του όρου, και το πληρώνουμε όλοι πολύ ακριβά, και θα περάσουν κι αυτοί με τη σειρά τους στην απαξίωση, έχοντας παρασύρει όλους τους αλλους.
-Πώς αντιλαμβάνεστε τις αποκαλύψεις στο χώρο του θεάματος για τις παρενοχλήσεις εις βάρος των καλλιτεχνών;
Παρενοχλήσεις, βιασμούς και εκμετάλλευση, βρίσκουμε σ’ όλα τα επαγγέλματα, σ’ όλους τους χώρους. Όμως στον χώρο της Τέχνης και τη δημιουργία, η εκμετάλλευση των ονείρων για σεξουαλική ικανοποίηση, είναι ένα τερατώδες έγκλημα, είναι μία κτηνωδία. Και αυτό, η κοινωνία, θα το πληρώσει (ήδη το πληρώνει) πολύ ακριβά.
-Πιστεύετε στον Θεό;
Ακόμα κι αν Θεός δεν υπήρχε, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε. Και δεν μιλάω για ένα γεροντάκι με γενειάδα που κάθεται σταυροπόδι στο κέντρο του Σύμπαντος και μας ευλογεί, ούτε για έναν θεό Τιμωρό και εκδηκητή, σε κόντρα με τον άνθρωπο που εκείνος δημιούργησε. Εννοώ μία ανώτερη δύναμη που λειτουργεί (μαγικά αν θέλετε) για την αποκατάσταση της ισορροπίας της κοινωνίας και του Σύμπαντος. Έναν Θεό για την επικράτεια του καλού πάνω στο κακό. Ναι, πιστεύω στον Θεό, σ’ αυτόν τον Θεό.
-Το καταφύγιό σας;
Η γυναίκα μου, η συνεργάτις μου, η σύντροφός μου, η αγαπημένη μου. Είναι μεγάλη ευλογία να βρει ο καθένας τον άνθρωπό του, το «έτερον ήμισυ» στην κυριολεξία.
-Ο μεγάλος σας φόβος;
Φοβάμαι πως δεν έχω κανέναν φόβο. Όχι πως είμαι ατρόμητος αλλά καμία ανησυχία δε με σταματά όταν έχω να κάνω μια σημαντική κίνηση.
-Πώς λειτουργείτε υπό το καθεστώς του έρωτα;
Έρωτας είναι η ίδια η ζωή και χωρίς αυτόν δεν υπάρχει δημιουργία. Ο έρωτας είναι οι μπαταρίες του καλλιτέχνη και η δημιουργία ζωής είναι ίδια με τη δημιοργία καλλιτεχνικού έργου.
-Πότε νιώσατε την ευτυχία;
Μα με τον έρωτα φυσικά. Καμία επιτυχία, αναγνώριση, βράβευση κ.λπ. δεν αξίζει, αν δεν τη μοιράζεσαι με τον άνθρωπό σου.
-Τι άνθρωπος είναι ο Κώστας Φέρρης;
Μακάρι να’ ξερα.
-Αν μπορούσατε να γυρίσετε τον χρόνο πίσω υπάρχει κάτι που θα αλλάζατε;
Νομίσω πως όχι. Ίσως να απέφευγα τις πολλές και σκόρπιες σχέσεις χωρίς λόγο και αντικείμενο, αλλά πάντα κάτι μένει απ’ αυτές, πάντα ένα δίδαγμα «γράφει» στην ψυχή σου.
-Πώς φαντάζεστε τη τελευταία μέρα σας στη γη;
Δεν τη φαντάζομαι. Στην Αίγυπτο λέμε «ό,τι είναι να γίνει ας γίνει».
-Τα όνειρά σας για το μέλλον;
Άπειρα. Σα να έχω μπροστά μου άλλα 100 χρόνια ζωής.
-Ετοιμάζετε κάτι αυτή την περίοδο;
Ναι. Ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα για την Παιδεία και την Εκπαίδευση, στον αιώνα της Γενικευμένης ψηφιακής και οπτικοακουστικής επικοινωνίας. Ένα πρόγραμμα με το οποίο φιλοδοξώ να αλλάξω τον κόσμο ακόμα μια φορά!
-Τι συμβουλή θα δίνατε σε έναν άνθρωπο για να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα;
Να τα κάνει πραγματικότητα. Έτσι απλά.
-Τι σας έρχεται στο μυαλό όταν λέτε το όνομα Κώστας Φέρρης;
Για μένα, ένα απλό όνομα. Για τους άλλους, έχω ακούσει δεκάδες χαρακτηρισμούς: Τρελός, παραδοξολόγος, παραμυθάς, αντιπαθητικός, ευαίσθητος, ο Αράπης! Διαλέγετε και παίρνετε.
-Κύριε Φέρρη σας ευχαριστώ πολύ για την επικοινωνία μας.
Και εγώ σε ευχαριστώ.
Συνέντευξη στον Χρήστο Ηλιόπουλο