Ο πρωθυπουργός εξήγγειλε την πρόθεση του κυβερνώντος κόμματος να αναθεωρήσει το Σύνταγμα στην κατεύθυνση της άρσης της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Η πρόταση αυτή φαίνεται σε έρευνες κοινής γνώμης να υποστηρίζεται από την πλειοψηφία των πολιτών. Ωστόσο ούτε η πρόταση του πρωθυπουργού είναι σαφής ούτε η γνώμη της κοινωνίας διατυπώθηκε μετά από επαρκή ανάδειξη των επιμέρους πτυχών του ζητήματος. Τι αντιλαμβάνεται καθένας ως «άρση της μονιμότητας» δεν είναι αυτονόητο, ενδεχομένως μάλιστα το ζήτημα τίθεται κατά τρόπο παραπλανητικό.
Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο πριν από έναν και πλέον αιώνα, προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη και αμερόληπτη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και η συνέχεια του κράτους. Μέχρι τότε, ως γνωστόν, κάθε νέα κυβέρνηση απέλυε τους μη προσκείμενους σε αυτήν δημοσίους υπαλλήλους και απέλυε τους πολιτικά μη αρεστούς, οι οποίοι συνέρρεαν στην Πλατεία Κλαυθμώνος, όπου και σήμερα βρίσκεται το υπουργείο Εσωτερικών, για να διαμαρτυρηθούν με «κλαυθμούς» για την απόλυσή τους. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι ο πρωθυπουργός ή η πλειονότητα των πολιτών επιθυμούν να επιστρέψουμε στο προ Ελευθερίου Βενιζέλου καθεστώς απολύσεων των δημοσίων υπαλλήλων, εκτός αν θεωρούν ότι μια δημόσια διοίκηση κομματικοποιημένη και στελεχωμένη από τους «φίλους» της εκάστοτε κυβέρνησης είναι μία επιθυμητή μεταρρύθμιση.
Προφανώς, λοιπόν, το ζητούμενο είναι να απολύονται από τη δημόσια διοίκηση οι επίορκοι, οι τεμπέληδες, οι διεφθαρμένοι και οι ανίκανοι. Όμως αυτή η δυνατότητα προβλέπεται ρητά και σήμερα. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 103 του Συντάγματος κατοχυρώνεται ότι «Oι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Aυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβαστούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους υπαλλήλους. Kατά των αποφάσεων των συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο της Eπικρατείας, όπως νόμος ορίζει.»
Τι σημαίνει αυτό με πιο απλά λόγια; Πρώτον, πως όταν κρίνεται από την κυβέρνηση ότι κάποιες οργανικές θέσεις δεν είναι πλέον αναγκαίες, οι υπάλληλοι που τις στελεχώνουν δεν καλύπτονται από τη μονιμότητα. Δεύτερον, ότι οι υπάλληλοι που δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους μπορούν να απολυθούν είτε μετά από απόφαση δικαστηρίου είτε μετά από απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου.
Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων εξυπηρετεί την αξιοκρατία και την ουδετερότητα της δημόσιας διοίκησης. Αν η εκάστοτε Κυβέρνηση μπορούσε να αντικαθιστά το προσωπικό της δημόσιας διοίκησης με πολιτικά κριτήρια, θα διακυβεύονταν η σταθερότητα, η συνέχεια και η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης. Η προσθήκη προσωπικού που διαθέτει την πολιτική εμπιστοσύνη της Κυβέρνησης γίνεται με τον διορισμό μετακλητών υπαλλήλων, οι οποίοι δεν απολαμβάνουν την εγγύηση της μονιμότητας από τη φύση της θέσης τους. Μονιμότητα απολαμβάνουν και οι υπάλληλοι με θητεία κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
Μονιμότητα δεν σημαίνει αποκλεισμός της αναγκαστικής λύσης της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης, αλλά σαφής οριοθέτηση των λόγων και της διαδικασίας λύσης. Ειδικότερα, στο Σύνταγμα προβλέπεται (άρθρο 103 παρ. 4 εδ. β’ Συντ.) ότι λόγους λύσης της σχέσης αποτελούν η συμπλήρωση ανώτατου ορίου ηλικίας, που μπορεί να συνδυάζεται με ορισμένο χρόνο υπηρεσίας, η παύση μετά από δικαστική απόφαση, η απόλυση λόγω κατάργησης της θέσης που κατείχε ο υπάλληλος και η απόλυση μετά από απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου.
Τι περισσότερο από αυτά επιδιώκει η κυβέρνηση να προβλεφθεί στο Σύνταγμα; Να απολύονται δημόσιοι υπάλληλοι επειδή δεν υμνούν τον πρωθυπουργό;