«Απείθαρχοι μαθητές»: Πόσο αθώα είναι μία ετικέτα;

Θεωρία της ετικέτας

Σύμφωνα με τη θεωρία της ετικέτας, σε μία κοινωνία η κυρίαρχη τάξη η οποία διαθέτει την πολιτική και οικονομική εξουσία ορίζει ποια συμπεριφορά στιγματίζεται ως αποκλίνουσα και ποιος χαρακτηρίζεται ως αποκλίνων. Η απόδοση της ετικέτας συμβάλλει στην υιοθέτηση μιας σταθερής αποκλίνουσας ταυτότητας και στην δημιουργία ενός τρόπου ζωής που χαρακτηρίζεται πλέον ως αποκλίνων από την συγκεκριμένη κοινωνία. Ο αποδιδόμενος χαρακτηρισμός, συνεπώς, εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα.

Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της θεωρίας  της ετικέτας, η αντίδραση των επίσημων φορέων κοινωνικού ελέγχου απέναντι σε ένα άτομο και η ταμπέλα του αποκλίνοντος που του αποδίδεται συντελεί στην περιθωριοποίησή του. Όταν το άτομο στιγματίζεται ή ετικετοποιείται, αντιλαμβάνεται πλέον τον εαυτό του μέσα από την ταμπέλα που του έχει αποδοθεί, κάτι που διαμορφώνει την μετέπειτα δράση του. Η ταυτότητά του παίρνει μία νέα διάσταση διαμορφωμένη πια από την ετικέτα.

Ο δημόσιος χαρακτηρισμός ως παρεκκλίνοντος έχει αρνητικές συνέπειες για τη ζωή του ατόμου. Μέσω του χαρακτηρισμού του τίθεται σε λειτουργία ο μηχανισμός της λεγόμενης αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Ο στιγματισμένος, αποδεχόμενος την ταμπέλα και τη νέα του ταυτότητα, απομονώνεται κοινωνικά και όντας περιθωριοποιημένος πια μπορεί θα προσχωρήσει σε μια οργανωμένη παρεκκλίνουσα ομάδα (συμμορία), την υποκουλτούρα της οποίας θα αφομοιώσει και θα αναπαράγει πλέον στην παρεκκλίνουσα δράση του. Όλο αυτό συντελεί στην διαιώνιση του φαύλου κύκλου της υποτροπής και του στιγματισμού.

Η αυτοεκπληρούμενη προφητεία, ωστόσο, δεν είναι αναπόφευκτη. Το οικογενειακό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δρα το άτομο παίζουν σημαντικό ρόλο στη στάση που θα διαμορφώσει για τον εαυτό του και για τη ζωή του. Σημαντικό ρόλο στις πιθανότητες για μια ενδεχόμενη υποτροπή διαδραματίζουν οι ευκαιρίες που θα του δοθούν για αλλαγή, αλλά και το κατά πόσο θα τις αξιοποιήσει το ίδιο το άτομο.  

Σύνδεση θεωρίας με την ελληνική πραγματικότητα: Παιδεία-ταμπέλα «Απείθαρχοι μαθητές»

Αναβρασμός υπάρχει αυτή την περίοδο στην ελληνική παιδεία, όπου πολλά σχολεία τελούν υπό κατάληψη. Η πολιτική ηγεσία, αντί για την διεξαγωγή συζήτησης των αιτημάτων προκειμένου να βρεθεί ένας κοινός τόπος και να βρεθούν λύσεις, προχώρησε σε μία τιμωρητική πολιτική.

Δημοσιεύθηκε Φ.Ε.Κ. με υπουργική απόφαση για υποχρεωτική εξ αποστάσεως εκπαίδευση για όσα σχολεία τελούν υπό κατάληψη. Στο συγκεκριμένο Φ.Ε.Κ. το υπουργείο Παιδείας περιλαμβάνει επιπλέον μέτρα για τους «απείθαρχους».

Σύμφωνα με την απόφαση Κεραμέως-Ζαχαράκη «οι μαθητές που παρεμποδίζουν τη διεξαγωγή της εκπαιδευτικής διαδικασίας δεν θα επιτρέπεται να συμμετέχουν στη σύγχρονη εξ αποστάσεως εκπαίδευση και θα λαμβάνουν απουσίες για όσες διδακτικές ώρες προβλέπει το ωρολόγιο πρόγραμμα της ημέρας».

Η συγκεκριμένη απόφαση στηρίζεται στη βάση ενός κοινωνικού χαρακτηρισμού-στιγματισμού από μέρους της ίδιας της πολιτείας σε ανήλικους που διεκδικούν κάποια αιτήματα για τη λειτουργία των σχολείων εν μέσω πανδημίας, αλλά και προσλήψεις εκπαιδευτικών. Η πολιτική ηγεσία δεν φτάνει καν στην αξιολόγηση της ουσίας των καταλήψεων ούτε προχωρά στην αξιολόγηση των αιτημάτων για να προβεί σε χαρακτηρισμούς. Κρίνει-χαρακτηρίζει τους μαθητές ως προς την επιλογή τους να προχωρήσουν ή όχι σε κατάληψη.

Ο δημόσιος χαρακτηρισμός των παιδιών ως «απείθαρχους» αλλά και η απόδοση «ποινής» στο πλαίσιο του σχολείου για όσους συνεχίσουν τις καταλήψεις μπορούν να λειτουργήσουν αρνητικά στην κοινωνικοποίηση των παιδιών. Ο διχασμός για τις καταλήψεις έχει ήδη ξεκινήσει. Επίσης, δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει το κοινωνικό και οικογενειακό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζουν τα παιδιά μεμονωμένα που συμμετέχουν στις καταλήψεις και το πόσο τελικά ο χαρακτηρισμός αυτός επηρέασε την καθημερινή τους ζωή (π.χ. προστριβές με γονείς).

Ένας χαρακτηρισμός από μέρους της κυβέρνησης δεν μπορεί να αποτελεί έναν «αθώο» χαρακτηρισμό. Η εν λόγω ετικέτα που αποδόθηκε στους μαθητές φυσικά λειτουργεί κατασταλτικά για την συμμετοχή στις καταλήψεις και μπορεί να επιτελέσει πράγματι την λειτουργία της σε κάποιες περιπτώσεις. Δύναται ωστόσο να έχει πολλές αρνητικές επιπτώσεις στην ζωή των μαθητών. Σαφώς και δεν σημαίνει ότι θα υπάρξει κατ’ ανάγκη στη συγκεκριμένη περίσταση ένας κύκλος στιγματισμού-υποτροπής-παρέκκλισης. Το ζητούμενο και το ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό ζήτημα είναι πως αυτός ο χαρακτηρισμός προέρχεται από τον κοινωνικό θεσμό της εκπαίδευσης. Όταν μία δράση μαθητών κρίνεται επίσημα ως απείθαρχη από την πολιτική εξουσία και στιγματίζεται ως αποκλίνουσα στο σύνολο της κοινωνίας, γεννάται το ερώτημα: Τι πολίτες θέλει να εκπαιδεύσει το κράτος;

Πηγές:

Κοντοπούλου, Ε. (2015). Ο ποινικός στιγματισμός του ανηλίκου και η επίδρασή του στη δευτερογενή παρέκκλιση. Αθήνα: Εκδόσεις Διόνικος

Ζαραφωνίτου, Χ. (2008). Τιμωρητικότητα: Σύγχρονες τάσεις, διαστάσεις και εγκληματολογικοί  προβληματισμοί. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Επιμέλεια άρθρου: Ευγενία Κελαράκου

Απόφοιτος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Νομική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, με πεδία ειδίκευσης το Ποινικό Δίκαιο και τις Εξαρτήσεις. Εργάζομαι ως καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στην ιδιωτική εκπαίδευση. Στόχος μου να παρουσιάσω άρθρα με κοινωνικά ζητήματα, ώστε να συμβάλλω στην γνωριμία του κοινού με την επιστήμη της Κοινωνιολογίας.