Ο Κώστας Τσιάνος είναι ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες, με τη προσφορά του στο θέατρο να αποτελεί μεγάλη παρακαταθήκη για τη χώρα μας. Μαθήτευσε δίπλα σε μοναδικές περιπτώσεις θεατρανθρώπων , συνεργάστηκε με αρκετούς θιάσους και αναμετρήθηκε με όλα τα θεατρικά είδη. Καίρια ήταν η συμβολή του για το Θεσσαλικό Θέατρο, για παραπάνω από τρεις δεκαετίες. Σήμερα, συνομιλούμε για τη θεατρική του διαδρομή στοYourearticles.
-Γεννηθήκατε στη Λάρισα. Πως θυμάστε τα πρώτα χρόνια της ζωής σας;
Γεννήθηκα το 1942 στη Λάρισα. Ήταν ένας φτωχός τόπος, γεμάτος λάσπες το χειμώνα και πολλή σκόνη το καλοκαίρι. Θυμάμαι τους κατοίκους. Απλοί και σεμνοί άνθρωποι. Οι περισσότεροι άνδρες φορούσαν πένθος στο μανίκι και οι πιο πολλές γυναίκες ήταν ντυμένες στα μαύρα, μιας και εκείνη την εποχή όλοι έβγαιναν από την Κατοχή και τον Εμφύλιο έχοντας χάσει αγαπημένους τους ανθρώπους. Παιχνίδι μαζί με όλα τα παιδιά στην αλάνα. Μέσα μου όμως είχα την ελπίδα πως θα έρθει κάτι καλύτερο.
-Ήρθατε από νωρίς σε επαφή με το θέατρο;
Στη Λάρισα δεν είχαμε θέατρο και παραστάσεις. Ερχόντουσαν από την Αθήνα εξαιρετικοί θίασοι αλλά και όμορφα μπουλούκια. Είδα παραστάσεις με τον Μάνο Κατράκη, την Ειρήνη Παπά, τον Κώστα Μουσούρη και την Αντιγόνη Βαλάκου μεταξύ άλλων. Θυμάμαι, σε ένα από τα μπουλούκια που είχαν έρθει στο παζάρι της Λάρισας, μπήκα κρυφά στο αντίσκηνο και μου άρεσε αυτή η διαδικασία που έκαναν οι ηθοποιοί
-Τι σας έστρεψε να ασχοληθείτε;
Το ερέθισμα που με έκανε να δω το θέατρο με άλλη ματιά ήταν μια σχολική παράσταση για την επέτειο της 25ης Μαρτίου, στην οποία με συνόδευσε η μεγάλη μου αδερφή. Θυμάμαι ένα τεράστιο φόντο ζωγραφισμένο πάνω στη σκηνή, με την Δόξα του Νικόλαου Γύζη, και τα παιδιά να πηγαίνουν πέρα δώθε στη σκηνή μιλώντας και τραγουδώντας. Αυτό ήταν! Από τότε, το παιδικό μου παιχνίδι ήταν να απαγγέλω ποιήματα, να τραγουδάω και να παίζω. Στις σχολικές γιορτές ασχολιόμουν με τη διοργάνωση τους. Και σιγά σιγά ένιωσα ότι κάτι τέτοιο ήθελα να κάνω.
-Πηγαίνατε με τους γονείς σας στο θέατρο;
Βέβαια. Φανταστείτε ότι ο πατέρα μου, αν και δεν είχε επαφή με το θέατρο, δεν είχε καν τελειώσει το σχολείο, το αγαπούσε πολύ. Ήταν μάγειρας στο καλύτερο εστιατόριο της Λάρισας και εκεί πήγαιναν και έτρωγαν οι ηθοποιοί από τους θιάσους. Η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Βασίλης Λογοθετίδης, η Άννα Καλουτά. Όταν είχε ρεπό από το εστιατόριο μας πήγαινε να δούμε παράσταση.
-Σπουδάσατε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών.
Ναι. Ήρθα από τη Λάρισα σα χαμένο χαζοπούλι. Και ευτυχώς, είχα την τύχη να γίνω μαθητή του Δημήτρη Ροντήρη.
-Τι θυμάστε από εκείνον;
Ακόμα και τώρα μου έρχεται στο μυαλό ο Δημήτρης Ροντήρης. Με «κυνηγάει». Προσπάθησα να πάρω από εκείνον όσα μπόρεσα. Ο Δημήτρης Ροντήρης ήταν πάντοτε μοντέρνος. Ήταν τεχνίτης και δάσκαλος. Είχε μεγάλη αλήθεια μέσα του και πάντοτε φρόντιζε να μας μάθει την τεχνική. Να ξέρετε ότι για να πετύχει κάποιος στο θέατρο, το 70 τοις εκατό έχει να κάνει με την τεχνική.
-Υπήρξε κάτι που σας είπε και το κρατάτε μέχρι σήμερα;
Το έλεγε σε όλους, όχι μόνο σε μένα. Να είμαστε αληθινοί σε ό,τι κάνουμε.
-Έχετε υπάρξει ηθοποιός, σκηνοθέτης και χορογράφος. Ξεχωρίζετε κάποια ιδιότητα μέσα σας;
Πρώτα του ηθοποιού και μετά του σκηνοθέτη. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ να ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία. Το έκανα όταν ήμουν στο Θεσσαλικό Θέατρο στη Λάρισα και το έκανα από ανάγκη. Όταν δηλαδή δε βρίσκαμε κάποιον σκηνοθέτη, αναλάμβανα εγώ να σκηνοθετήσω.
-Σημείο αναφοράς στη διαδρομής σας ήταν το Θεσσαλικό Θέατρο που ξεκίνησε με την Αυλή των Θαυμάτων του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Με αυτό το θεατρικό έγινε η αρχή για το Θεσσαλικό Θέατρο το 1975. Εγώ εκεί έπαιζα, δεν σκηνοθετούσα. Η σκηνοθεσία ήταν του Διαγόρα Χρονόπουλου. Ήταν μια εξαιρετική στιγμή. Αν δεν είχε γίνει αυτή η παράσταση δεν ξέρω αν θα υπήρχε σήμερα το Θεσσαλικό Θέατρο.
-Αντιμετωπίσατε δυσκολίες με το Θεσσαλικό Θέατρο στην αρχή;
Δε μπορείτε να φανταστείτε. Τα σκέφτομαι καμιά φορά και απορώ πως έκατσα και ασχολήθηκα μαζί και με την Άννα Βαγενά. Ήταν μια τρέλα. Έτρεχα να διαφημίσω τις παραστάσεις σε άλλες πόλεις και χωριά, μέσα σε χιόνια και βροχές. Παίζαμε στην αρχή σε κάτι παρατημένες αποθήκες, σε κάτι ξεχασμένους χώρους με τραγικές συνθήκες.
-Έχετε συνεργαστεί με αρκετά ιερά τέρατα του θεάτρου. Ξεχωρίζετε κάποια φυσιογνωμία;
Μου είναι δύσκολο γιατί θα νιώσω ότι θα αδικήσω πάρα πολλούς. Θα αναφέρω μόνο ένα πράγμα. Δεν μπορώ να ξεχάσω το άλλο πρόσωπο της Αλίκης Βουγιουκλάκη, αυτό που ο πιο πολύς κόσμος δεν ήξερε. Δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοιον άνθρωπο με τέτοια εργατικότητα και τέτοιο ταλέντο. Ήταν «δαίμονας». Για αυτό πέτυχε η Αλίκη. Δεν πετυχαίνεις αν δεν είσαι γενναιόδωρος και ικανός άνθρωπος.
-Ποια στοιχεία δομούν έναν ικανό σκηνοθέτη;
Πρέπει να είναι μάστορας, όπως έλεγε ο Αλέξης Μινωτής. Με ποιο τρόπο θα δέσουν όλα τα υλικά που κατασκευάζουν μια παράσταση ώστε η παράσταση αυτή να δέσει.
-Γίνεται συζήτηση για τη στόφα των παλιών ηθοποιών. Υπάρχουν καλοί ηθοποιοί σήμερα;
Υπάρχει ένα ιδιαίτερο ζήτημα. Οι ηθοποιοί σήμερα βγαίνουν με τη σέσουλα και η πλειοψηφία είναι για πέταμα. Ένα ποσοστό από αυτούς που βγαίνουν και μελετάνε σε βάθος είναι μεγάλα ταλέντα, μεγαλύτερα από πολλούς ηθοποιούς της δικής μου εποχής. Είναι πραγματικά διαμάντια και προχωράνε. Απλά δεν υπάρχουν και τόσοι μεγάλοι σκηνοθέτες για να τους πάνε παρακάτω. Και εκεί υπάρχει θέμα. Θεωρώ πως το θέατρο υστερεί από σκηνοθέτες. Για να φανούνε έχουν δημιουργήσει εκατοντάδες μικρά θέατρα με παραστάσεις που δεν είναι καλές πάντοτε.
-Είναι πιο δύσκολα τα πράγματα σήμερα για έναν ηθοποιό σε σχέση με την δική σας εποχή;
Πάντοτε υπήρχαν δυσκολίες. Η κάθε εποχή έχει τις δικές της.
-Ως σκηνοθέτης έχετε δοκιμαστεί σε αρκετά θεατρικά είδη. Ξεχωρίζετε κάποιο;
Πάντα ήθελα να προσεγγίζω καλά θεατρικά έργα ανεξάρτητα από το είδος.
-Αποδέχεστε τους διαχωρισμούς στα θεατρικά είδη; Σε ποιοτικό και μη ποιοτικό θέατρο;
Αυτές είναι οι απόψεις των αταλάντων. Ήταν το ίδιο συγκλονιστική η Κατίνα Παξινού με την Γεωργία Βασιλειάδου. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που κάποτε η Παξινού είχε αναφέρει: «Πόσο θα ήθελα να παίξω την Θεία Απ’ Το Σικάγο». Και ο Δημήτρης Χορν λάτρευε τους λαϊκούς ηθοποιούς. Οι λαϊκοί ηθοποιοί ήταν σπουδαίοι τυπίστες. Άντε να βρεις σήμερα έναν Βασίλη Αυλωνίτη ή έναν Κώστα Χατζηχρήστο.
-Νιώθετε πληρότητα για όσα έχετε κάνει στο θέατρο;
Καμία πληρότητα. Νιώθω ότι αυτά με τα οποία ασχολήθηκα στο θέατρο τα έκανα μισά και θέλω να επιστρέψω για να τα ολοκληρώσω. Βέβαια, τώρα έχω σχεδόν αποσυρθεί και έχω δώσει το βήμα στις νέες γενιές.
-Υπάρχει κάποιο ανεκπλήρωτο θεατρικό όνειρο;
Θα ήθελα να ασχοληθώ με θεατρικά έργα του Άντον Τσέχωφ. Είναι πολύ δύσκολος και δεν τόλμησα να τον πλησιάσω. Κάποια έργα δεν τα αγγίζεις εύκολα.
-Πως κρίνετε το τοπίο στην πολιτική σκηνή;
Δεν πάνε καλά τα πράγματα. Ποιοι είναι αυτοί που μας Κυβερνάνε; Είναι οι καλύτεροι Έλληνες; Όχι! Οι σοβαροί άνθρωποι δεν μπλέκουν με την εξουσία. Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης όσοι σοβαροί άνθρωποι πήγαν να ασχοληθούν, ξεφύτρωσαν τα σκύβαλα και τους πέταξαν έξω. Και από τότε έχουμε αυτό το χάλι που βλέπετε τώρα.
-Ποιο είναι το καταφύγιο σας;
Η μελέτη στο σπίτι μου.
-Ο μεγάλος σας φόβος;
Δεν φοβάμαι τίποτα. Έχω κάνει μεγάλες ασκήσεις για να νικήσω κάθε φόβο.
-Αν γυρνούσατε τον χρόνο πίσω υπάρχει κάτι που θα θέλατε να είναι διαφορετικό;
Τίποτα, μια χαρά ήταν όλα. Με τις στενοχώριες, με τα άγχη, με τις χαρές. Με τα όλα της η ζωή. Ειδικά τα δύσκολα τα αντιμετώπιζα σαν παρατηρητής. Ήμουν μπρεχτικός στη ζωή μου.
-Τα όνειρα σας για το μέλλον;
Να πεθάνω ήρεμα.
-Η συμβουλή που θα δίνατε σε έναν νέο ανθρωπο;
Δεν είμαι άξιος να συμβουλεύσω τον εαυτό μου. Θα συμβουλεύσω και τους άλλους;
-Κύριε Τσιάνο σας ευχαριστώ πολύ για την επικοινωνία μας.
Εγώ σας ευχαριστώ.
Συνέντευξη στον Χρήστο Ηλιόπουλο
Κώστας Τσιάνος – βιογραφικό: εδώ
Διαβάστε περισσότερες συνεντεύξεις: εδώ