Η ανθρώπινη προοπτική της γλώσσας βασίζεται σε βιολογικούς κανόνες αλλά δεν απελευθερώνεται πλήρως χωρίς την επίδραση του απαιτούμενου κοινωνικού περιβάλλοντος. Δύο απόψεις συνυπάρχουν σχετικά με αυτό το θέμα: η πρώτη τονίζει ότι η γλωσσική ικανότητα προκύπτει χάρη στην ανθρώπινη φύση και το DNA ενώ αποκλείει την επίδραση πολιτιστικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Η δεύτερη άποψη ωστόσο διερευνά την υπόθεση ότι η γλωσσική ανάπτυξη βασίζεται στο βιοκοινωνικό μοντέλο.
Εν συντομία, η πρώτη θεωρία εισήχθη την δεκαετία του ’60, πιο συγκεκριμένα ο Noam Chomsky (1965) αναφέρει ότι κάθε φυσιολογικά αναπτυσσόμενο παιδί κατακτά την πολυπλοκότητα της γλώσσας σε νεαρή ηλικία με σχεδόν αβίαστο τρόπο. Επί προσθέτως, ένα παιδί έχει την δυνατότητα να αφομοιώσει οποιοδήποτε μέρος της γλώσσας. Για παράδειγμα, οι γραμματικοί και συντακτικοί κανόνες όπως και το σύνθετο λεξιλόγιο δεν φαίνεται να επηρεάζουν την πρώιμη κατάκτηση της γλώσσας. Πριν γίνει αναφορά στην δεύτερη βιοκοινωνική θεωρία, είναι σημαντικό να δοθεί βάση στο ιστορικό υπόβαθρο της αυστηρά βιολογικής προσέγγισης. Σχεδόν τίποτα δεν ήταν γνωστό για την έκταση της διαπολιτισμικής γλωσσικής ποικιλομορφίας στην σύνταξη και την γραμματική, κατά συνέπεια η γλώσσα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα καθολικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης που δεν επηρεάζεται σε καμία περίπτωση από το περιβάλλον και την κουλτούρα.
Έτσι, τo επικρατέστερο μοντέλο που ακολουθείται σήμερα είναι το συνδυαστικό που κυρίως τονίζει την επιρροή της αλληλεπίδρασης μεταξύ του ζωντανού οργανισμού και του περιβάλλοντος. Σύμφωνα με τους ψυχολόγους Bronfenbrenner και Morris (1998), η διάδραση περιγράφεται ως μια εγγύς διαδικασία. Δηλαδή ανόμοια περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά όπως η ηλικία, ο πολιτισμός, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση και η εθνικότητα μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικές προσεγγίσεις της γλώσσας. Μπορεί να ειπωθεί, ότι οι βιολογικοί μηχανισμοί της πρωτογενούς κατάκτησης της γλώσσας κατοικούν στο κεφάλι ενός μικρού παιδιού ενώ το ίδιο μεγαλώνει σε ένα ανόμοιο σύστημα κοινωνικών δομών. Μια ποικιλία κοινωνικών δομημένων παραγόντων δρα καταλυτικά στην αφομοίωση της μητρικής γλώσσας.
Η σχέση μεταξύ της γλώσσας και της κοινωνικής τάξης
Πάρα την ύπαρξη μιας γεννητικά ενσωματωμένης συσκευής γλώσσας (LAD) δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παραγλωσσικά στοιχεία σαν την προσωδία (ρυθμός και παύσεις στον λόγο) και την γλώσσα του σώματος παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στην διαφοροποίηση της αφομοίωσης. Για παράδειγμα, όταν ένας φροντιστής επικοινωνεί με το παιδί, είναι πιθανό να φλιτάρει την γλώσσα με τρόπο παιδικό που θα είναι πιο εύκολα κατανοητός. Αλλά θα εξακολουθήσει να εφαρμόζει την δική του προσωπική οπτική της γλώσσας, κάτι που ίσως μπορεί να αποδείξει την επιρροή εξωτερικών χαρακτηριστικών στην έμφυτη διαδικασία εκμάθησης. Επιπλέον το εισόδημα μιας οικογένειας μπορεί να είναι ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας για τον τρόπο με τον όποιο τα παιδιά χρησιμοποιούν την μητρική τους γλώσσα. Οι καθηγητές ψυχολογίας στο Princeton, Schwab και Williams (2016) υποστηρίζουν ότι τα παιδιά που ανήκουν στην μεσαία τάξη ακούν γύρω στις 45 εκατομμύρια λέξεις, ενώ τα παιδιά που ζουν σε συνθήκες φτώχιας ακούν 13 εκατομμύρια λέξεις κατά μέσο όρο. Η ετερογενής εξοικείωση με ακουστικά ερεθίσματα είναι πιθανόν να συνδέεται με την γονική δέσμευση. Επομένως παιδιά από χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις που δεν έχουν την δυνατότητα να περάσουν χρόνο με τους φροντιστές τους δείχνουν να έχουν πιο αργή ανάπτυξη συνθέτου λεξιλογίου ενώ παιδιά από υψηλότερες τάξεις εξοικειώνονται και παρουσιάζουν σύνθετο λεξιλόγιο.
Η σχέση μεταξύ γλώσσας και γονικής δέσμευσης
Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως η ποικιλομορφία της ομιλίας ενός φροντιστή και τα παραγλωσσικά στοιχεία επηρεάζουν την ανάπτυξη της γλώσσας του παιδιού. Συγκεκριμένα αυτό φαίνεται να ισχύει στην προσχολική ηλικία όπου νήπια έδειξαν μεγαλύτερη γραμματική ανάπτυξη όταν ο φροντιστής τους χρησιμοποιούσε πιο γραμματικά σύνθετη ομιλία. Ο ερευνητής Hoff (2006) απέδειξε ότι παιδιά που μεγαλώνουν με έφηβες μητέρες που ακόμη πηγαίνουν στο σχολείο έχουν διαφορετικές γλωσσικές εμπειρίες. Οι έφηβες μητέρες που είναι μικρότερες των δεκαπέντε ετών τείνουν να μιλούν λιγότερο, παράγουν λιγότερα στοργικές εκφράσεις και δίνουν περισσότερες εντολές από τις νεαρές ενήλικες μητέρες. Μετά από μέτρηση του IQ, τα παιδιά που ζούσαν με έφηβες μητέρες παρουσίασαν χαμηλότερα ποσοστά σε σύγκριση με τα παιδιά που μεγάλωσαν με έντονη γονική παρέμβαση.
Οι βαθμολογίες IQ ενός παιδιού προσχολικής ηλικίας δεν μπορούν πραγματικά να αποδείξουν εάν η κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ ενός φροντιστή και ενός παιδιού επηρεάζουν σε τόσο μεγάλο βαθμό καθώς το IQ μπορεί να είναι θέμα γενετικής μετάδοσης. Ωστόσο, παρουσιάζουν μια πιθανή σχέση μεταξύ της γονικής εμπλοκής και της πρώιμης γλωσσικής ανάπτυξης, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η συμμετοχή των γονέων σε δραστηριότητες όπου τα παιδιά καλούνται να μάθουν νέες δεξιότητες μπορούν να προωθήσουν ή να μειώσουν τη γλωσσική τους ικανότητα.
Συνοψίζοντας, ο σκοπός αυτής της έρευνας δεν ήταν να κατηγορήσει ή να κατακρίνει την έλλειψη γονικής δέσμευσης των φροντιστών που ζουν σε συνθήκες φτώχιας ή είναι νεαρές ανήλικες μητέρες. Από την άλλη, έχει σημασία να δοθεί έμφαση στην ανάγκη εξωτερικής βοήθειας από κοινωνικούς θεσμούς όπως το εκπαιδευτικό σύστημα κάθε βαθμίδας εφόσον η γλωσσική ικανότητα βρίσκεται σε σχέση αλληλεξάρτησης με εξωτερικούς κοινωνικούς παράγοντες.
Από την Φαίδρα Γεωργιάδου
Πήγες:
Bronfenbrenner, U., & Morris, P. A. (1998). The ecology of developmental processes. In W. Damon & R. M
Chomsky, N. (1965). Aspects of the Theory of Syntax. Cambridge: The MIT Press.
Hoff, E. (2006). How social contexts support and shape language development. Developmental Review, 26(1), 55–88. https://doi.org/10.1016/j.dr.2005.11.002
Schwab JF, Lew-Williams C. Language learning, socioeconomic status, and child-directed speech. Wiley Interdiscip Rev Cogn Sci. 2016 Jul;7(4):264-75. doi: 10.1002/wcs.1393. Epub 2016 May 19. PMID: 27196418; PMCID: PMC5901657.