Ο όρος προέρχεται από τον συνδυασμό των λέξεων man (άνδρας) και explaining (εξήγηση) και ορίζεται ως «η πράξη του να εξηγείς κάτι σε κάποιον, συνήθως ένας άνδρας σε μια γυναίκα, με τρόπο περιφρονητικό ή κηδεμονικό (πατροναριστικό)». Η Λίλι Ρόθμαν (Lily Rothman) του αμερικανικού περιοδικού “The Atlantic” ορίζει το mansplaining ως «το να εξηγείς χωρίς επίγνωση του γεγονότος ότι ο δέκτης της εξήγησης γνωρίζει περισσότερα από τον εξηγητή, ο οποίος συχνά συμβαίνει να είναι άνδρας απευθυνόμενος σε γυναίκα». Η συγγραφέας και δοκιμιογράφος Ρεμπέκα Σόλνιτ (Rebecca Solnit) αποδίδει το φαινόμενο σε ένα συνδυασμό «υπέρμετρης αυτοπεποίθησης και αμάθειας». Το mansplaining είναι, λοιπόν, ένας συνδυασμός ελλιπούς γνώσης και υπερβολικής αυτοπεποίθησης, καθώς και μιας αντίληψης ότι ο συνομιλητής γνωρίζει και καταλαβαίνει λιγότερα από ό,τι αυτός που εξηγεί. Ο όρος έχει υποτιμητική σημασία.
Το Mansplaining ως πρακτική εμπεριέχει τη σεξιστική διάθεση του συνομιλητή, συνήθως άντρα. Βρίσκει εφαρμογή στην καθημερινή αλληλεπίδραση των ανθρώπων. Στη δουλειά, στην πολιτική σκηνή, σε μία περιστασιακή συνομιλία, σε έναν σχολιασμό σε μία δημοσίευση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παρατηρείται ότι κάποιοι άντρες υποθέτουν ότι γνωρίζουν περισσότερα για ένα θέμα από μια γυναίκα, ανεξάρτητα από το αν το αντικείμενο συζήτησης αποτελεί ακόμα και προσωπικό βίωμα της ίδιας της γυναίκας.
Το mansplaining αποτελεί μέρος του ευρύτερου σεξισμού, ο οποίος είναι ριζωμένος στην κοινωνία, δημιουργώντας εσωτερικευμένες αντιλήψεις που μετέπειτα εκφράζονται στην καθημερινή πρακτική ως «φυσική» συμπεριφορά. Το mansplaining είναι μία στάση θεώρησης ότι το ανδρικό φύλο είναι αλάνθαστο και φυσικά καλύτερο στο να εξηγήσει στην συνομιλήτρια τι εννοεί η ίδια με τα λεγόμενά της ή να βοηθήσει στην επεξήγηση κάποιας άποψης ή κάποιου βιώματός της.
Ο όρος έχει γνωρίσει μια αυξανόμενη δημοτικότητα τα τελευταία χρόνια. Χρησιμοποιείται από τα μέσα ενημέρωσης αλλά και στην καθημερινή πρακτική για να επεξηγηθούν συμπεριφορές αντρών προς γυναίκες τόσο στη δημόσια σφαίρα (πολιτική σκηνή, δημόσιες συζητήσεις κ.λπ.) όσο και στην ιδιωτική (διαπροσωπικές συζητήσεις, αντιπαραθέσεις κ. ά). Ωστόσο, παρατηρείται ότι έχει χρησιμοποιηθεί κάποιες φορές προκειμένου να επεξηγήσει δυσάρεστες αλληλεπιδράσεις μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας, ακόμη κι αν δεν χαρακτηρίζονταν από σεξιστική επίθεση στην πραγματικότητα.
Ο όρος δύναται να χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά αν θεωρηθεί ως «φυσική» συμπεριφορά αντίστοιχα ότι οι γυναίκες μόνο έχουν δικαίωμα να σχολιάζουν συγκεκριμένα ζητήματα τα οποία βιώνουν και στα οποία οι άντρες ομιλητές δεν μπορούν να έχουν αντίστοιχη γνώση. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να διαμορφωθεί μέχρι και μία επιστημονική υπεροχή σε θέματα στα οποία οι γυναίκες φαινομενικά έχουν περισσότερα δικαιώματα ή ανώτερη γνώση. Αναμφισβήτητα όταν αφορά για παράδειγμα τη μητρότητα, θεωρητικά, οι γυναίκες έχουν το δικαίωμα να σχολιάσουν και να προσεγγίσουν σε βάθος τη συζήτηση. Ωστόσο, αν οι άντρες αποκλειστούν από τον όποιο σχολιασμό στην εν λόγω συζήτηση καθότι δεν έχουν γνώση και άμεση εμπειρία του ζητήματος, τότε αμέσως θα πρέπει να αποκλειστούν και οι γυναίκες που δεν επέλεξαν/μπόρεσαν να γίνουν μητέρες.
Η όποια συζήτηση διεξάγεται πάντα εξαρτάται κι από τον χαρακτήρα των συνομιλητών, είτε είναι άντρας είτε είναι γυναίκα. Φυσικά, το mansplaining αποτελεί την ανδρική επιβολή σε μια συζήτηση και την διόρθωση των γυναικείων λόγων. Μία πρακτική που καθιστά ορατό τον σεξισμό ως σκόπιμη συμπεριφορά. Όμως το φαινόμενο δεν παύει να υπάρχει, ακόμα κι αν μια γυναίκα προσπαθεί να κάνει το ίδιο σε έναν άνδρα.
Η χρήση του όρου mansplaining επιτρέπει τις γυναίκες να μιλήσουν για σεξιστικές συμπεριφορές, για τις ανισότητες μεταξύ των φύλων που αναπαράγονται καθημερινά στο λόγο. Λεπτές, κρυφές προσβολές που ενυπάρχουν στις επεξηγήσεις αντρών. Με αυτό τον τρόπο η χρήση του όρου καταδεικνύει την αναγκαιότητα για την καταπολέμηση του σεξισμού και συμβάλλει στις διεκδικήσεις των γυναικών αναφορικά με το ζήτημα. Ωστόσο, η κατάχρηση του όρου, γενικεύοντας κάθε δυσάρεστη συζήτηση μεταξύ άντρα και γυναίκας στο εν λόγω φαινόμενο δεν αναδεικνύουν στην πράξη την ισότητα των φύλων. Το ζητούμενο στη διεξαγωγή των συζητήσεων είναι να υπάρχει σεβασμός στις απόψεις των συνομιλητών, εκτίμηση στην προσωπική εμπειρία και βιώματα του καθενός αλλά και χώρος να εκφράζει κάποιος ελεύθερα την άποψή του ανεξαρτήτου αν έχει -ή μπορεί λόγω φύλου να έχει- εμπειρία αναφορικά με το υπό συζήτηση θέμα.
Πηγές: