Γεωργία Δρακάκη: «Τώρα, έχω παιδί μου τον εαυτό μου και τον στέργω όσο μπορώ, το έχει ανάγκη»

Με τη Γεωργία Δρακάκη έχω μια σύνδεση. Χωρίς να με ξέρει και να την ξέρω. Χωρίς να έχουμε συναντηθεί ποτέ. Και όμως, για μένα, όσα γράφει αποτυπώνουν ανάγλυφα τη ψυχή της. Τα γερά θεμέλια αλλά και τις βαθιές ρωγμές. Οι λέξεις και οι προτάσεις αποκτούν σάρκα και οστά όταν τις διαβάζεις. Η γραφή της ατόφια, άμεση και ακαριαία. Ξεχωρίζει από μακριά. Μέσα από τα γραπτά της αποκαλύπτεται ένα ποτάμι συναισθημάτων και σκέψεων. Εκεί που το συναίσθημα περπατάει χέρι χέρι με τη λογική αλλά που και συνάμα τραβάνε διαφορετικούς δρόμους. Εκείνη θεωρεί τον εαυτό της ένα κορίτσι που γράφει. Εγώ την θεωρώ πολλά περισσότερα. Προσπάθησα να τα εξερευνήσω μέσα από αυτή τη συνέντευξη για το yourearticles. Αν το κατάφερα; Δεν θα σας πω.

-Γεννήθηκες και μεγάλωσες στην Αθήνα. Πώς θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια;

Στα 31, τα παιδικά χρόνια μοιάζει να απέχουν όσο ακριβώς απέχει και η μέση ηλικία. Αυτό σκέφτηκα με το που διάβασα την ερώτηση. Πολύ διαβαστερά χρόνια, από μικρή μαγεύτηκα από το διάβασμα και το γράψιμο. Το πιο σημαντικό γεγονός της παιδικής μου ηλικίας ήταν η έλευση του αδερφού μου στα 5 μου χρόνια – είχε προηγηθεί ο θάνατος του παππού μου. Θυμάμαι δυο όμορφους, αγαπημένους γονείς, μια μαγική γιαγιά, την καλύτερη μαγείρισσα της γης, μια προγιαγιά που ήταν η καλύτερή μου φίλη, το Μοσχάτο με παιχνίδια στις πλατείες και την οδό Φλέμιγκ και το πέρας της αθωότητας με τον πρώτο έρωτα κι εκείνα τα φιλιά που μου έκαψαν το στόμα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Δεν είχα ιδέα από κέντρο Αθήνας και τοιαύτα – αυτά τα ερωτεύτηκα στην μετεφηβεία…

-Η ανάμνηση που σε έχει σμιλεύσει;

Δεν γίνεται, δεν μπορεί να είναι μία. Αλλά μπορώ να επιλέξω την αγαπημένη μου: εγώ και η μαμά μου ξαπλωμένες στο κρεβάτι να ξυπνάμε από μεσημεριανό ύπνο και να τεντώνουμε σιωπηλές τα χέρια και τα δάχτυλά μας. Κάτι μαγικό, κάτι ιεροτελεστικό, κάτι ολοδικό μας. Άντε, και μια δεύτερη; Πρωτοχρονιά, χαλί, τα δώρα του Άη – Βασίλη κάτω από το τεράστιο, στολισμένο από όλη την οικογένεια, χριστουγεννιάτικο δέντρο μας.

-Σου έρχονται στον νου περισσότερο εικόνες ή μυρωδιές;

Όλα, όλα. Και ήχοι, νότες, χροιές φωνής. Θυμάμαι τον κύριο Αντώνη στην Κύθνο, έναν γοητευτικό άντρα 45ρη και βάλε κι εγώ μωρό και μου άρεσε, κάτι μου άρεσε. Πέρασαν χρόνια να καταλάβω πως αυτό το όνομα θα σημάδευε για πάντα τη ζωή μου. Η μυρωδιά των φαγητών της γιαγιάς, ιδίως η σπανακόπιτα και οι βασιλόπιτες οι πολίτικες τα Χριστούγεννα. Η ψαρίλα από τα ρούχα του μπαμπά, τα καλοκαίρια μετά το ψάρεμα. Η μοσχοβολιά στον σβέρκο του αδερφού μου, όταν μωρό αφηνόταν στα χάδια μου και στα παιχνίδια μας τα ατέλειωτα. Και εικόνες από τον μεγάλο σεισμό του 99, το κεφάλι της μάνας μου πάντα να κοιμάται ανάποδα στα κρεβάτια, όχι στα κεφαλάρια, το συγκλονιστικό ύψος του θείου μου, τα θρίλερ που βλέπαμε καλοκαίρια με την Δέσποινα, την φίλη μου από το Γυμνάσιο, η πρώτη φορά που με άφησαν οι δικοί μου να βάλω γόβες, κάτι πανάκριβες μαύρες, χαμηλοτάκουνες της μάνας, σουέντ και βγήκα με τον Γιώργο ραντεβού και πρωτοένιωθα γυναίκα…

-Σπούδασες στη Νομική ξέροντας πως δεν είναι αυτό που θα ήθελες να ακολουθήσεις και την ολοκλήρωσες σχετικά εύκολα. Το έκανες για χάρη των γονιών;

Ναι. Και για χάρη μιας μυστικής, κρυφής ιδέας που είχα ότι έτσι είναι το σωστό. Να με δοκιμάσω, να δω αν στ’ αλήθεια θα γίνω δημοσιογράφος, χωρίς να είναι αυτό κατ’ ανάγκην το πρώτο μου πτυχίο. Δεν την έβγαλα και αναίμακτα, το διαψεύδω αυτό, απλώς δεν αφοσιώθηκα ποτέ ολόψυχα και έπαιρνα πεντάρια κι εξάρια και δεν μετανιώνω.

-Είμαστε αυτό που θέλουμε εμείς να είμαστε ή από μικρή ηλικία έχουμε γαλουχηθεί ώστε να αντανακλούμε τις επιθυμίες των άλλων;

Όλα αυτά. Κάθε άνθρωπος που πέτυχε σπουδαία πράγματα στην ζωή του είχε να αναμετρηθεί με αυτό το δίπολο. Γιατί δεν φυτρώνουμε σαν τα μαρούλια. Σε σπίτια και σε γειτονιές γεννιόμαστε. Άνθρωποι μας διαμορφώνουν, διαμορφωμένοι κι εκείνοι από άλλους ανθρώπους. Κάποτε, έρχεται ένα όνειρο και μας παίρνει, άλλοτε το φτιάχνουμε εμείς – είτε από αντίδραση, είτε από πραγματική κλίση. Δε βαριέσαι, πλάκα και ενδιαφέρον έχει αυτή η διαδικασία, στην τελική.

-Μου βγάζεις την εικόνα ενός τελειομανούς ατόμου. Σου αρέσει να ολοκληρώνεις οτιδήποτε με το οποίο καταπιάνεσαι ανεξάρτητα αν σου αρέσει ή όχι;

Στην καταρρίπτω. Μακριά η τελειομανία από μένα. Γι’ αυτό άλλωστε δοκιμάζομαι στην δημοσιογραφία, την συγγραφή, το τραγούδι. Δεν μένω σε ένα πράγμα μόνο, η ζωή είναι μικρή για να μην κάνουμε όσα αγαπάμε, που λέει και ο Θανάσης Λάλας, ο εμπνευστής και εκδότης του δημοσιογραφικού μου σπιτιού, του Olafaq. Φυσικά και δεν μου αρέσουν οι προχειρότητες και τα πασαλείμματα, αλλά τελειομανή δεν με λες. Είναι και φορές που τα παίρνω πιο αβασάνιστα τα πράγματα, η τέχνη ή το γράψιμο δεν είναι κι αποκλειστικά για σοβαρότητα και περίσκεψη, έχουν και πλάκα, γούστο, μπορούν να ιδωθούν και από πιο ελαφριά σκοπιά. Και καλώς, φυσικά.

-Πότε κατάλαβες ότι θα ασχοληθείς με τη δημοσιογραφία και την συγγραφή;

Μωρό. Παιδί. Νωρίς. Πολύ. Συνεντεύξεις με γείτονες, εφημερίδα κατασκήνωσης, κολλάζ στο γραφείο του σπιτιού μου, δηλώσεις «θα γίνω δημοσιογράφος» και γράψιμο από τα πρώτα χρόνια του γυμνασίου. Μου φαίνεται ότι μου ταιριάζει και ότι δεν είναι ακριβώς δουλειά, άρα ζω ζώντας κι όχι δουλεύοντας. Το γράψιμο και η δημοσιογραφία πόλης ή το πολιτιστικό/κοινωνικό ρεπορτάζ που υπηρετώ έχουν πολύ ωραίες πτυχές: ανθρώπους, συναντήσεις, μαθήματα ζωής συνεχώς, έξαψη φαντασίας και έμπνευσης, διαδρομές, ταξίδι, δοκιμές. Ό, τι αγαπώ δηλαδή.

-Είναι δυο διαφορετικοί κόσμοι ή υπάρχει σημείο τομής;

Είναι άλλοι κόσμοι, αλλά αν θέλει κανείς όλα τέμνονται. Αντιμετωπίζω την ζωή και την δουλειά μου πιο καλλιτεχνικά-από αυτή την άποψη, είναι έντιμο να πω ότι, ιδίως μεγαλώνοντας, με αισθάνομαι περισσότερο γραφιά, παρά τζέρναλιστ, ας πούμε. Δηλαδή, κάνω μια συνέντευξη και νιώθω ότι χτίζω live ένα θεατρικό διάλογο. Δεν με ενδιαφέρουν οι ειδήσεις, με ενδιαφέρουν οι ιστορίες, χωρίς να εγκαταλείπω ποτέ παντελώς την κοινωνικοπολιτική μου συνείδηση που υποβάλλει και αισθητική, όσο να πεις, άποψη.

-Τι είναι αυτό που σε γοητεύει όταν πιάνεις μια λευκή κόλλα χαρτί και ένα στυλό στα χέρια σου; Ή να πω καλύτερα όταν ανοίγεις ένα κενό αρχείο word;

Η κόλλα. Το στυλό, ή καλύτερα το μολύβι. Η λευκότητα του κενού αρχείου. Ο ήχος του πληκτρολογίου. Οι ιδέες που καταφθάνουν έχοντας ίσως λιγάκι δουλευτεί στο εκτός γραφής σύμπαν, την ίδια την ζωή ή απλώς το κεφάλι μου. Αλλά κι εκείνες που, μεταμφιεσμένες σε λέξεις ή φράσεις, με επισκέπτονται σχεδόν απρόσκλητες.

-Με ποιο τρόπο διαχειρίζεσαι τον εκάστοτε συνεντευξιαζόμενο;

Με τον τρόπο που διαχειρίζομαι την επικοινωνία με έναν άνθρωπο. Μόνο που η επικοινωνία στο πλαίσιο μιας συνέντευξης οφείλει να έχει έναν σκοπό, να βγει αφήγηση άξια να διαβαστεί, να συγκινήσει, να καταδείξει, να αφορά. Κάθε συνεντευξιαζόμενος διαφέρει. Δεν αντέχω καθόλου με εκείνους κι εκείνες που δίνουν συνέντευξη μηχανικά, επειδή τους το έχει πει ένας μάνατζερ – θα αρχίσω να τις περικόπτω αυτές σιγά σιγά. Θέλω να μένει η ανάμνηση μιας ωραίας κουβέντας, θεωρώ ότι δεν έχουμε συχνά την ευκαιρία να κάνουμε ωραίες κουβέντες πια και μια συνέντευξη είναι σαν υπενθύμιση ότι αξίζει να τους δίνουμε χώρο και χρόνο.

-Έχεις νιώσει συναισθηματικά φορτισμένη στη διαδικασία κάποιας συνέντευξης;

Στις πρώτες μου, στο Popaganda. Σε όλες ανεξαιρέτως. Ένιωθα ευθύνη, άγχος, ένταση – λογικό. Ύστερα, αυτό υποχωρεί, δίνει θέση σε άλλα συναισθήματα. Οπωσδήποτε, όταν συνάντησα πριν μερικούς μήνες, την άνοιξη του 2023 τον Χόρχε Μπουκάι από κοντά μου είχαν κοπεί τα γόνατα. Τα βιβλία του με ακολουθούν από παιδάκι, πώς αλλιώς; Ο στεγνός επαγγελματισμός μας κάνει λιγότερο καλούς δημοσιογράφους, έχω την αίσθηση. Είναι μια δουλειά που, αν θες να είσαι καλός επαγγελματίας, πώς να το κάνουμε, οφείλεις να είσαι και λίγο αισθηματίας. Οξύμωρο; Μπορεί.

-Για ποιες συνεντεύξεις νιώθεις υπερηφάνεια που τις πραγματοποίησες;

Για όλες ανεξαιρέτως, εκτός ίσως από λιγοστές, μετρημένες στα δάχτυλα που ήταν πραγματικά επιβεβλημένες και έπρεπε να τις κάνω λαντζερίστικα. Οφείλω να θεωρήσω την επίσκεψή μου στο σπίτι του Γιάννη Σπανού και την συνάντησή μου (ραδιοφωνικά) με την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, ιδιαίτερες στιγμές, μου έδωσαν δύναμη και θάρρος. Το να γνωρίζεις τα είδωλά σου είναι κάπως παγίδα, σπάνια βγαίνει καλό υλικό, Με τη Λίνα Νικολακοπούλου, ας πούμε, που γνωριζόμαστε πια κι έχουμε συνομιλήσει μερικές φορές, νιώθω πως δεν έχουμε πει τίποτα ακόμα που αληθινά θέλω να πούμε. Είναι ζόρι.

-Ποια είναι τα δημοσιογραφικά και τα συγγραφικά σου ινδάλματα;

Βαριά λέξη το ίνδαλμα και οι κοντινές συνώνυμες. Αγαπώ το συναίσθημα του θαυμασμού και καθόλου δεν το τσιγκουνεύομαι. Δημοσιογράφοι; Η Οριάνα Φαλάτσι, η Μαλβίνα Κάραλη, ο Παντελής Μπουκάλας, ο Φώτης Βαλλάτος, η Αλεξάνδρα Τσόλκα, ο Θανάσης Λάλας, η Ρέα Βιτάλη. Συγγραφείς; Ο Δημήτρης Δημητριάδης, ο Δημήτρης Τσεκούρας, η Εσμεράλδα Γκέκα, ο Πολ Όστερ, η Μάτση Χατζηλαζάρου. Ανάμεσα σε δεκάδες που, μπορεί κι επίτηδες, ξεχνώ αυτή τη στιγμή, αλλά θυμάμαι και ανάγομαι τόσες, μα τόσες άλλες.

-Θυμάσαι τη συμβουλή που σου έδωσε κάποιος στον χώρο και την κρατάς μέχρι σήμερα;

«Καριέρα δεν θα κάνεις με το ταλέντο σου, αλλά με τον χαρακτήρα σου». Σαν φυλαχτό την κράτησα. Την πήρα, και πολύ καλοδεχούμενα, πολύ πρόσφατα. Δεν θα πω από ποιον, αν μου επιτρέπεις.

-Από πού αντλείς έμπνευση; Έχεις αναφέρει ότι χωρίς σεξ δε γράφει κάποιος. Έχεις κάνει πολύ σεξ στη ζωή σου;

Δεν ξέρω πού διάολο έχω αναφέρει ότι χωρίς σεξ δε γράφει κάποιος. Χωρίς σεξ δε ζει κάποιος και χωρίς ζωή δε γράφει-ίσως έτσι το εννοούσα, αλλά από την άλλη έχω πει και γράψει ένα σωρό πράγματα που αποκηρύσσω ή θα αποκηρύξω, γιατί είναι ωραίο να είσαι 20 και 25 και να νομίζεις ότι ξέρεις τα πάντα, σιγά μη χρωστάμε σε κανέναν να είμαστε σοφοί από τα τρυφερά μας νιάτα, τα γεμάτα υπέροχα λάθη. Ναι, έχω κάνει πολύ σεξ στην ζωή μου. Και συνεχίζω να κάνω, βεβαίως. Απαρεγκλίτως.

-Υπάρχουν περιπτώσεις συγγραφέων που «έζησαν» λιγότερο και έγραψαν περισσότερο;

Ένα σωρό, είμαι βέβαιη. Αλλά αγαπώ κυρίως τους άλλους εγώ, αυτούς που έζησαν περισσότερο και έγραψαν λιγότερο. Που δηλαδή λες, κοίτα να δεις αυτός, αυτή τι έκανε, πού πήγε, τι έζησε, πόσο υλικό ακόμα θα μπορούσε να δώσει και δεν… Οι συγγραφείς του οκτάωρου και της τακτοποιημένης καθημερινότητας δεν είναι το φόρτε μου. Όλοι οι πλάνητες και οι ηδονιστές και οι αναζητητές αυτού του κόσμου δεν είναι συγγραφείς. Αλλά οπωσδήποτε ένας συγγραφέας είναι πλάνητας, ηδονιστής και αναζητητής. Όχι όλα πάντα συνδυασμένα κατ’ ανάγκη.

-Σε καθόρισαν περισσότερο τα εύκολα ή τα δύσκολα που έχεις βιώσει;

Η αλήθεια είναι και τα δύο. Κάποιες ωραίες ασφάλειες και βολικότητες που προκύπτουν από την προστατευμένη μου παιδικότητα, με σταθερό και ασφαλές και σχετικά άνετο οικονομικά περιβάλλον, με οδήγησε μαλακά στον δρόμο της έκφρασης, της ελευθερίας να το κάνω. Από την άλλη, ο δρόμος που πήρα από τα πρώτα έτη της Νομικής μέσα στην δουλειά, στο μεροκάματο, στα λαϊκά πάλκα και στους ανθρώπους με τους οποίους συγχρωτίστηκα μου έβαλαν και κάποια δύσκολα, ανεκτίμητης αξίας που κρατώ ως φυλαχτό στα δόντια, ταυτότητές μου και πορεύομαι. Βρίσκομαι στην φάση ανάκαμψης από την πιο ζόρικη περίοδο της ζωής μου και βρίσκομαι πάνω στην φωτιά που τώρα σιγά σιγά σβήνει, οπότε αυτή την ερώτηση την απαντώ πληγωμένη κι όχι αποστασιοποιημένη. Μα σιγά, δεν πιστεύω να πειράζει.

-Πάμε στα δύσκολα. Παράλληλα με τις σπουδές σου έκανες διάφορες δουλειές. Δούλεψες σε μαγαζιά το βράδυ, είδες το άλλο πρόσωπο της νύχτας και έμενες σε ένα ημιυπόγειο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Πώς τα αναλογίζεσαι αυτά;

Ένα τρελό παιδάκι, γεμάτο πάθος και πίστη. Τα ίδια θα ξαναέκανα, κάποια προσέχοντας λίγο περισσότερο. Πολλά από όλα αυτά που λες τα έκανα για να με βάλω σε ζόρια τεχνητά, ή από ανάγκη να στηρίξω οικονομικά κάποιες επιθυμίες μου (να αγοράζω βιβλία, να βλέπω ταινίες, να ακούω μουσικές, να έχω καλό λάπτοπ να γράφω κείμενα κτλ), αλλά κυρίως τα έκανα για να έχω να γράφω. Πολλά που έχω ζήσει, επέλεξα να τα ζήσω για να αντλήσω έμπνευση. Δεν ακούγεται ίσως τρομερά υγιές, αλλά δεν ξέρω και προφανώς δεν ήξερα να ζω αλλιώς. Αυτό το ημιυπόγειο το βλέπω κάθε φορά που περνάω με το λεωφορείο 14 από την Αλεξάνδρας. Του κάνω πάντα νοητή αγκαλιά. Το πρώτο σπιτάκι μου, το παλάτι μου που μύριζε υγρασία και κουτσουλιές περιστεριών, εγώ όμως ένιωθα διάχυτο άρωμα λουλουδιών και πραγμάτων που θα έρχονταν-και ήρθαν!

-Συγγραφικά έχεις πειραματιστεί με θεατρικά έργα και στίχους. Θεωρείς τον εαυτό σου περισσότερο θεατρικό συγγραφέα;

Θεωρώ τον εαυτό μου ένα κορίτσι που γράφει. Γράφω στίχο, πεζό, θεατρικό έργο, άρθρο, νουβέλα, κατάλογο σούπερ μάρκετ, πορνογράφημα, λίστα τραγουδιών, κατάλογο μπαρ, χαϊκού, ερωτικά σημειώματα. Γράφω ό, τι γράφεται-δεν είναι όλα καλά, αλλά κάποια κάτι λένε σε άλλους ανθρώπους και αυτό είναι που μετράει, τελικά.

-Γιατί ο συγγραφέας πρέπει να είναι «νεκρός είτε είναι ζωντανός είτε είναι νεκρός»;

Στο θέατρο ισχύει αυτό. Όταν ανεβαίνει κείμενό σου στο θέατρο, οφείλεις να απουσιάζεις. Ο σκηνοθέτης έχει την ευθύνη του ανεβάσματος, το έργο ξεφεύγει από την περιουσία σου, γίνεται κάτι άλλο και κυρίως άλλων. Πάντα δικό σου, αλλά με τον τρόπο του γονιού προς το παιδί του, όταν αυτό ενηλικιώνεται. Δεν ξέρω αν γίνομαι κατανοητή.

-Η πρώτη σου απόπειρα ήταν τα 18 ντεσιμπέλ, ένα βιβλίο που το έγραφες από το λύκειο. Βλέποντας μετά από δέκα χρόνια πως αισθάνεσαι για τον εφηβικό σου εαυτό και όσα ήθελε να πει;

Απόγνωση να τα πω όλα-μου το έλεγαν και δεν το καταλάβαινα. Δεν ξέρω καν αν έχω απαλλαγεί από αυτήν τη νόσο του ανθρώπου που ξεκινά να δημιουργεί. Τρυφεράδα. Με χαϊδεύω, τον χαϊδεύω τον εφηβικό εαυτό και του κλείνω το μάτι για όσα καταφέραμε. Τον κουβαλώ πάντα μαζί μου με σύνεση (όσο μπορώ) κι αγάπη.

-Σε ποια σημεία εξελίχθηκες μέσα στα χρόνια;

Ιδέα δεν έχω. Ξέρω κι εγώ; Έχω κάνει και λίγη ψυχοθεραπεία. Έχω απογοητευτεί, έχω προδοθεί, έχω επιστρέψει σε κοινούς τόπους λαθών και καταστροφών. Νομίζω είμαι λιγότερο υπομονετική με κάποιες καταστάσεις και πολύ πιο ανεκτική με άλλες. Είμαι σε περίεργη φάση αυτόν τον καιρό, νιώθω ότι έχω κάνει ένα σωρό χαζομάρες και βιασύνες, έχω συγκρουστεί με ανθρώπους που αγαπώ, δεν έχω ακριβώς γαλήνη. Η εξέλιξη έγκειται, ίσως, στο ότι το αναγνωρίζω. Αυτήν την φορά, το αναγνωρίζω.

-Η Τριανδρία ήταν κάτι διαφορετικό για εσένα;

Οπωσδήποτε. Εικοσικάτι χρονών, το πρώτο μου θεατρικό που ανέβηκε στην σκηνή, τρομερές συγκινήσεις. Έχει αρκετούς φαν, σε πληροφορώ, αυτό το κείμενο κι αυτή η παράσταση. Οι λιγοστοί άνθρωποι που με παρακολουθούν αναφέρονται συχνά σε αυτό το έργο, μάλιστα κάποιων παραμένει το σταθερά αγαπημένο τους.

-Ο έρωτας και η γυναίκα είναι δυο σταθερά θέματα στην εργογραφία σου. Αποτελούν και τα δύο άλυτα μυστήρια; Δύο αχανείς μα και μαγευτικούς κόσμους;

Γυναίκα είμαι η ίδια και ζωή χωρίς έρωτα, ως συνθήκη, ως μαγιά, δεν μπορώ να διανοηθώ. Ειδικά νεότερη, δεν μπορούσα να γράψω για κάτι έξω από αυτό. Το τελευταίο έργο, «Το Καλύτερο Πράγμα του κόσμου είναι να πέφτεις για ύπνο τα Ξημερώματα» ξεφεύγει ελαφρώς. Πάλι έρωτας και θηλυκότητα μέσα, αλλά κι άλλα πράγματα, ναι, κι άλλα. Το να γράφεις για τον έρωτα και την γυναίκα μπορεί να ακούγεται σκατοκλισέ και άκρως τετριμμένο και παλιομοδίτικο, εν τω μεταξύ. Θέλω να πιστεύω πως δεν είναι ακριβώς έτσι στην πράξη.

-Έρωτας ή σεξ; Ή το ένα τυλιγμένο στο άλλο;

Έρωτας σκέτο. Σεξ σκέτο. Και τα δύο μαζί σε ένα, οπωσδήποτε. Ναι σε όλα. Δεν μπορούν φυσικά όλα πάντα συγχρόνως. Και την αγάπη πού την πας; Κι αυτή στο παιχνίδι, απαραιτήτως! Η γαλήνη του να κάνεις σεξ με κάποιον που αγαπάς και σε αγαπάει είναι ασύγκριτη. Το αγαπημένο μου είναι να φλέγομαι από έρωτα, παραδομένη στο σώμα που επιθυμώ και με επιθυμεί, στα όρια ζωής και θανάτου. Και μετά τον έρωτα, να λέω και να νιώθω το σ’ αγαπώ.

-Ζούμε στην εποχή όπου το σεξ σερβίρεται παντού γύρω μας με μια fast food λογική ενώ παράλληλα οι άνθρωποι φοβούνται να δοθούν ολοκληρωτικά στον έρωτα και έχουν κρατήματα. Το αντιλαμβάνεσαι και εσύ έτσι;

Απολύτως. Αλλά νομίζω πως για πολλές εποχές οι άνθρωποι έλεγαν ή φοβούνταν το ίδιο. Ο έρωτας δεν πεθαίνει ποτέ, δεν φοβάμαι ούτε λίγο γι’ αυτό. Ευδοκιμεί στα δύσκολα, ευδοκιμεί εκεί όπου φαίνεται επικίνδυνο ότι δεν θα φυτρώσει. Όχι, εκεί ακριβώς βλασταίνει και θεριεύει.

-Μήπως η δίψα που επιτάσσει η εποχή -και μέσω των εφαρμογών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης- για σεξουαλικές εμπειρίες αντί να αποτελεί πρόοδο στη σεξουαλική ζωή των ανθρώπων, φέρνει μια ροπή συντηρητικοποίησης;

Και τα δυο συμβαίνουν. Το χαλινάρι χαλαρώνει και σφίγγει, όπως είναι αναγκαίο και λογικό. Πρόοδος υπάρχει στην σεξουαλική ζωή, σεξουαλική ζωή δεν είναι μόνο να γαμώ και να γαμιέμαι είναι και να ξέρω ποιος είμαι σεξουαλικά και πώς θέλω να κάνω σεξ. Από αυτήν την άποψη, δεν τα πάμε άσχημα. Οι συντηρητικές φωνές πάντα υπήρχαν, αλλά, μην τρελαθούμε, δεν ζούμε στην εποχή που καίνε μάγισσες ή φυλακίζουν ομοφυλόφιλους ανθρώπους. Τα πράγματα δεν είναι εύκολα, αλλά κάποτε ήταν εντελώς σκοτεινά. Αυτό που με κάνει σκεπτική είναι η ένταξη του σεξ στον καπιταλισμό με τρόπο τόσο αγοραίο: σαν φασόλια στη λαϊκή τα αιδοία και οι κώλοι προσφέρονται, άνευ καρδιάς συνήθως, μέσα σε λίγα λεπτά από μια οθόνη, για ένα ραντεβού στα γρήγορα και ένα δυο οργασμούς, αν σταθούν και τυχεροί οι παρτενέρ. Το σεξ μοιάζει, καμιά φορά, σαν πεντικούρ. Πάμε να κάνουμε ένα; Προς ώρας, δεν εξάγω συμπεράσματα, παρατηρώ και υπάρχω κι εγώ (όπως επιλέγω να υπάρχω ανά περίπτωση) μες στο εν λόγω σκηνικό.

-Κυριαρχούν ταμπού στην ελληνική κοινωνία για το σεξ, τα φύλα, τις ταυτότητες, τους ρόλους και τις σχέσεις που δημιουργούν οι παραπάνω έννοιες;

Σε όλες τις κοινωνίες, στις μικρές, φτωχές χώρες περισσότερο. Δεν επενδύονται χρήματα στα σχολεία, αλλά στα στρατόπεδα, γι’ αυτό. Φυσικά και κυριαρχούν ακόμα ταμπού όπως η γυναίκα που απολαμβάνει είναι πουτάνα, το να είσαι πουτάνα είναι κακό, το να είσαι γκέι είναι ανωμαλία, το να είσαι τρανς είναι αρρώστια, το να είσαι άντρας και μονογαμικός είναι φλωριά και διάφορα τέτοια.

-Έχουν χαθεί οι ισορροπίες ανάμεσα στα δύο φύλα;

Δεν έχουν υπάρξει και ποτέ για να χαθούν τώρα. Σε μια πατριαρχική κοινωνία, στην οποία ο άντρας έχει υπάρξει δυνάστης και αντρών (του εαυτού του δηλαδή!) και φυσικά γυναικών, πάμε να αλλάξουμε τα φώτα γλιστρώντας σε λογικά σφάλματα, όπως το να θυματοποιούμε a priori όλες τις γυναίκες. Η έλξη, αρχικά, και η αγάπη αργότερα φέρνει την ισορροπία στα φύλα. Και οι σχέσεις δεν είναι φύλα, είναι άνθρωποι. Δεν ζουν το ίδιο καλά ή άσχημα όλες οι παντρεμένες γυναίκες. Δεν είναι όλες οι λεσβίες ’’κάπως’’. Δεν είναι όλοι οι άντρες δυνάμει βιαστές. Δεν είναι ασέβεια προς την αρρενωπότητα ενός άνδρα να του την πέσει μια γυναίκα. Δεν προσβάλλει μια γυναίκα το κομπλιμέντο ενός άντρα. Δεν μου αρέσουν αυτές οι γενικότητες. Ούτε μπορούμε να εκλαμβάνουμε το φύλο ή την σεξουαλική προτίμηση ως γενική ομπρέλα. Σιγά μην νιώθω αδερφές μου όλες τις γυναίκες. Ποια; Την Ουρανία Μιχαλολιάκου; Μπα, νιώθω περισσότερο αδερφή με τον ντελιβερά γείτονά μου με το σκυλάκι του που μοχθεί για το μεροκάματο καθημερινά. Εκεί πάει να χαθεί η ισορροπία: να λησμονήσουμε την ταξικότητά μας, την φτώχεια, τα προνόμιά μας, τον τρόπο ζωής μας. Μας ζητούν τι; Να ενωθούμε επειδή έχουμε παρόμοιο πράμα μες στο βρακί μας; Ό, τι παραλογότερο. Σε λίγο θα παίζουμε και το «αγόρια ιππότες/κορίτσια μαύρες κότες».

-Αναλογιζόμενος τα σεξ άρθρα σου στο Andro, μήπως ως άνδρες και γυναίκες πρέπει να talk less, kiss more;

Μωρέ να το κάνουν, δεν αντιλέγω, αλλά άλλη χάρη έχει το kiss μετά από ένα καλό, βαθύ talk. Η επικοινωνία φέρνει την ζύμωση, την ένωση. Δεν έχουμε ζήσει και λίγα κι εμείς: καραντίνες, εθνικά πένθη, συμφορές. Άνθρωποι είμαστε, δεν μπορεί να κυκλοφορούμε και καυλωμένοι όλη την ώρα. Νομίζω ότι πια αποζητούμε περισσότερο την τρυφερότητα, παρά το γαμήσι. Κι αυτό δεν το βρίσκω και συγκλονιστικά κακό.

-Έχεις αναφέρει ότι θα ήθελες κάποια στιγμή να κάνεις οικογένεια και να γίνεις μητέρα. Πώς το φαντάζεσαι;

Το φαντάστηκα κι ήμουν πολύ κοντά στο να το ζήσω. Χύθηκε δυστυχώς, με κοινές ευθύνες και παραλείψεις ή απροσεξίες, η καρδάρα με το γάλα, που ο έρωτας δύο ανθρώπων είχε γεμίσει. Όταν θα συμβεί, θα σου πω. Τώρα, έχω παγώσει ως προς το θέμα. Τώρα, έχω παιδί μου τον εαυτό μου και τον στέργω όσο μπορώ, το έχει ανάγκη.

-Η οικογένεια και η μητρότητα απαιτούν συνέπεια και αφοσίωση. Φοβάσαι μην οδηγηθείς στο να χάσεις τον εαυτό σου μέσα σε αυτό; Είναι δύσκολο να κρατηθούν οι ισορροπίες;

Η καλή ζωή απαιτεί συνέπεια και αφοσίωση. Μια καλή σχέση το ίδιο. Για να πετύχεις σε μια δουλειά, επίσης. Ε, έτσι λοιπόν και η μητρότητα, αυτή η ιερή κοιλάδα στην ζωή μιας γυναίκας. Αν είναι ενωμένη με την πατρότητα, υπέροχα παιδιά περπατούν πάνω στην γη. Δεν με σκιάζει φοβέρα καμιά! Μόνο χαρά για το συγκεκριμένο θέμα.

-Σε διαβάζω χρόνια και θεωρώ ότι από αυτά που γράφεις και εκπροσωπείς ιδεολογικά, αποπνέεις κάτι από το πνεύμα της Μαλβίνας Κάραλη. Αποτελεί επιρροή σου;

Σαφέστατα. Με κολακεύει αυτό που λες και είμαι βέβαιη ότι το ξέρεις ήδη. Κάνω όμως άλλα πράγματα από την Μαλβίνα, ζω σε άλλη εποχή, δεν επιχειρώ επουδενί να τη μιμηθώ. Ένας δυο φίλοι της όμως με έχουν διαβεβαιώσει ότι θα συμπαθιόμασταν εμείς οι δυο κι αυτό με χαροποιεί. Είμαι πολύ λιγότερο διανοούμενη από ό, τι ήταν εκείνη. Διαφήμιζε τις μαγειρικές της, ενώ διάβαζε ογκώδη φιλοσοφικά βιβλία. Εγώ διαφημίζω τις ποιητικές συλλογές που διαβάζω, ενώ τσιγαρίζω κιμά, αν με εννοείς.

-Αν μπορούσες να την συναντήσεις τι θα ήθελες να τη ρωτήσεις;

Θα ήθελα να τραγουδήσουμε μαζί ένα τραγούδι, να κοιταχτούμε, να πιούμε ένα μπουκάλι βότκα σε μία ώρα. Τρισμέγιστη Υδροχόα. Θα ήθελα να αγγίξω το πρόσωπό της, μου μοιάζει βελουδένιο από τα βίντεο και τις εικόνες. Ό, τι θα μου έλεγε, πιθανώς το έχω διαβάσει ήδη, γι’ αυτό θα προτιμούσα αντί να την ακούσω, να την αγγίξω και να την μυρίσω. Όχι ότι θα με χάλαγε και καμιά γκομενική συμβουλή της…

-Το πιο αντιπροσωπευτικό σου λογοτεχνικό δημιούργημα;

Βαριά λέξη πάλι, το λογοτεχνικό δημιούργημα. Απαντώ κάνοντας πως κοκκινίζω (δεν κοκκινίζω ποτέ με αυτά, ίσως θα έπρεπε, αλλά τι να κάνω) το τελευταίο έργο που έχω γράψει, μια πεζοποιητική σύνθεση υπό τον τίτλο «Ο Τάσος πέθανε». Βρίσκεται υπό έκδοση.

-Ένα αγαπημένο κεφάλαιο της ζωής σου είναι το τραγούδι. Πώς καταπιάστηκες;

Από τύχη και, κρυφά, τάση. Εννοώ, από παιδί σε σχολεία και κατασκηνώσεις τραγουδούσα: χορωδίες, μπάντες, σε σκετς. Και σχεδόν κατά λάθος, έπιασε δουλειά το 2012 ή το 2013, δεν θυμάμαι, στο Σαρακήνικο το λατρεμένο, στο Γκάζι. Ο Αλέξανδρος, που έφυγε έτσι ξαφνικά από την ζωή πριν λίγο καιρό κι ακόμα δεν το έχω χωνέψει, ζήτησε από το κορίτσι που έψαχνε δουλειά να πει ένα τραγούδι κι εγώ είπα την Τζαμάικα του Λοϊζου και όλα ξεκίνησαν κάπως έτσι. Ωραίο Πανεπιστήμιο το πάλκο. Συνεχίζω να τραγουδάω όσο μπορώ, έχω υπέροχους, διαφορετικούς συνεργάτες μουσικούς και τα λάιβ είναι πάντα πηγή χαράς για μένα.

-Ποια τραγούδια σε εκφράζουν απόλυτα όταν τα ερμηνεύεις;

Είναι με τις εποχές τους. Αυτά που με εκφράζουν τα ακούω συνήθως. Με αυτά που τραγουδάω έχω ιδιαίτερους δεσμούς. Το Προσωπικά (Γ. Σπανός, Λ. Νικολακοπούλου) με ραγίζει πάντα. Όπως και το Πώς Έφυγες (Στ. Κραουνάκης), που το λέω α καπέλα, όπως η Μοσχολιού στην δεύτερη εκτέλεση που του επεφύλαξε, την εκτός μουσικής, που ανατριχιάζει. Το Αυτή η Νύχτα Μένει μέχρι τον Φεβρουάριο του 2022 ήταν μια κομματάρα που συχνά ερμήνευα στα λάιβ μου. Από κει κι ύστερα, το κομμάτι έγινε μαχαίρι και μου τρυπάει τα έντερα και τα συκώτια κάθε φορά που το λέω και το νιώθω ως τα νύχια μου. Υπάρχουν πάντα ιεροί λόγοι που κάνουν τα τραγούδια κάπως σα να ξαναγράφονται. Λατρεύω να ερμηνεύω το Alcoba Azul της Lila Downs (soundtrack από την ταινία Frida)-δεν θυμάμαι λάιβ μου που να μην το λέω. Ο Βασίλης Λέκκας με εισήγαγε βαθύτερα στον κόσμο του Ξαρχάκου, έχει μερικά κομμάτια-σταθμούς που έχω αγαπήσει βαθύτερα κι όλο και θα τ΄αγαπάω καθώς τ’ ανακαλύπτω κι άλλο.

-Τα συναισθήματα σου όταν κρατάς το μικρόφωνο και βρίσκεσαι μπροστά σε ένα κοινό που περιμένει να σε ακούσει;

Όλα. Πάθος, ανάγκη για μοίρασμα, νιώθεις τίποτα, νιώθεις τα πάντα. Τα κομμένα γόνατα από το όποιο άγχος τα διαδέχονται τα φτερά που φυτρώνουν στην πλάτη με το που σκάνε οι πρώτες νότες. Τι να τα κάνεις τα πόδια, αν μπορείς να πετάς; Είναι μια πτήση, αυτό είναι, το να τραγουδάς. Μου αρέρει τόσο μα τόσο πολύ.

-Πώς ήταν η συνεργασία σου με τον Βασίλη Λέκκα;

Μια εμπειρία αδιανόητη για μένα. Δεν μπορώ να την ξεχάσω και δεν θα την ξεχάσω ποτέ για όσα μου άφησε στην ψυχή μου. Τα Σαββατόβραδά μας στο Χαμάμ στα Πετράλωνα, αλλά και εκείνη η μία συναυλία μας στα Καμένα Βούρλα ανήκουν στις ωραιότερες νύχτες της ζωής μου. Ο Βασίλης, η φωνή του, η προσωπικότητά του, η ιστορία του είναι σκέτη έμπνευση. Χάρη σε αυτήν την συνεργασία, συνάντησα και εξαιρετικούς μουσικούς και, πια, φίλους: τον Θοδωρή Μπρουτζάκη, τον Στάθη Σαββίδη, το Νίκο Σπάθα, το Χρήστο Ευαγγελάτο…

-Τι σε ενοχλεί στη σημερινή ελληνική κοινωνία;

Οι αγκυλώσεις. Τα πυρετικά μας διλήμματα, αυτή η ριζωμένη πίστη ότι αν δεν είναι μαύρο ή άσπρο κάτι δεν μπορεί, αποκλείεται, απαγορεύεται να έχει άλλο χρώμα. Το μίσος που τόσο εύκολα ξεπετιέται από μέσα μας, απέναντι σε μειονότητες ή απέναντι σε ανθρώπους και ιδέες που εμείς απορρίπτουμε ή δεν τις κατανοούμε. Η τηλεοπτικίλα η ολοψεύτικη, η θρασεία. Η έλλειψη σεξουαλικότητάς της. Ο αυτισμός της. Και τόσα άλλα.

-Αγαπάς πολύ τα ζώα. Ακόμα και προς αυτά όμως υπάρχει έντονη τοξικότητα και μίσος από πλευράς κάποιων ανθρώπων. Πώς το εξηγείς;

Τα λατρεύω. Λατρεύω την ζωή, πώς θα μπορούσα να κάνω εξαίρεση για τα ζώα; Νομίζω ότι προτιμώ να μένω στην αγάπη και την αυτοθυσία πολλών συμπολιτών και συνανθρώπων μου για εκείνα. Ξέρω τόσους ανθρώπους που αγαπούν τα ζώα που δεν μπορώ να ασχοληθώ με την θλιβερή μειονότητα βαθιά διαταραγμένων και απολύτως κακών ανθρώπων που διανοούνται να τα βλάπτουν, φολιάζοντάς τα ή εγκαταλείποντάς τα ή ‘’ξεχνώντας’’ τα στον ήλιο χωρίς νερό και φαγητό.

-Σε φοβίζει κάτι στην ανθρώπινη φύση;

Όλα και τίποτα. Είναι αυτός που είναι ο άνθρωπος. Νομίζω έχουμε δώσει πολλή αξία στον άνθρωπο, όσο μεγαλώνω κρίνω πως δεν χρειάζεται ίσως και τόσο. Το μυρμήγκι είναι ένα πλάσμα πολύ πιο μαγικό από τον άνθρωπο, απλώς επειδή εγώ τώρα είμαι άνθρωπος ερωτεύομαι ανθρώπους, με αυτούς θυμώνω, αυτούς λαχταράω, αυτούς ζηλεύω και θαυμάζω. Είμαστε ένα άσχημο είδος, άτριχο, χωρίς κέρατα, δόντια και νύχια δυνατά, που όμως γράφουμε ποίηση, φτιάχνουμε μουσική, κάνουμε επιστήμη, ερωτευόμαστε. Γνωρίζουμε ότι πεθαίνουμε, μωρέ. Εκεί είναι όλο.

-Πιστεύεις στον Θεό;

Θεός είναι εκείνοι που ερωτεύτηκα κι αγάπησα, αυτός που τώρα, αυτή τη στιγμή, μου κάνει έρωτα, Θεός ο πατέρας μου κι η μάνα μου, ο αδερφός μου, οι καλύτεροί μου φίλοι, το σπίτι μου, τα δυο μου χέρια είναι Θεός που με βαστάνε σφιχτά να μην τσακιστώ πάνω στα τσιμέντα της σκληρής ζωής. Θεός είναι όσα νιώθω και τα μαύρα σημάδια που γίνονται λέξεις και ίσως νοήματα πάνω στις λευκές κόλλες. Και Θεός είναι ίσως και κάτι ακόμα, κάτι που κατοικεί πολύ βαθιά, πολύ ψηλά, πολύ κοντά μας, όλα την ίδια ώρα. Μια φορά στην ζωή μου τον συνάντησα, μου αρκεί. Μέσα σε άνθρωπο κατοίκησε για λίγο κι ήρθε και με ελέησε και λιώνω από ευγνωμοσύνη. Τα ελέη του Θεού βαστούν λίγο, μετά πρέπει να αναλάβουν και πάλι οι θνητοί, εμείς, εγώ.

-Τι άνθρωπος είναι η Γεωργία Δρακάκη;

Μαλάκας τεράστιος, όπως οι περισσότεροι από εμάς. Γεμάτος τραύματα, συμπλέγματα, ρωγμές, ανηφοριές, τσακίσματα, αλλά και γεμάτος φως, δυνατότητες, επιθυμίες, παιδικότητα, καλοσύνη. Όπως οι περισσότεροι από εμάς. Ένας άνθρωπος που γεννήθηκε και που θα πεθάνει. Που θέλει να ζήσει οπωσδήποτε στο ενδιάμεσο. Να αγαπήσει, να αγαπηθεί, να αφήσει κάτι καλό σαν παρακαταθήκη, γιατί δεν πιστεύει ότι όλα είναι μάταια. Την Γεωργία Δρακάκη την αγαπώ πολύ όταν μ’ αγαπά κι εκείνη, αν και συχνά μου πάει κόντρα, τα γαμάει όλα και τρέχω να μαζέψω τ’ ασυμμάζευτα. Συνήθως, τα καταφέρνω. Προσπαθώ να την φροντίζω, είμαι η μάνα της και-κλεμμένη ατάκα-, ο άντρας της ζωής της.

-Το μεγάλο πλεονέκτημα σου;

Το ξέρουν αυτοί που με γνωρίζουν χρόνια και με αγαπούν πραγματικά, δοκιμασμένα. Δεν μπορώ να πω τίποτα, ειλικρινά, επί του θέματος.

-Το μεγάλο μειονέκτημα σου;

Έχω τόσα πολλά. Ας διαλέξω τα νεύρα, το ξέσπασμα. Μου έχουν στοιχίσει. Δεν θέλω άλλο να είμαι τόσο θερμοκέφαλη, τι διάολο, 31 έγινα. Το αίμα μου μπορεί να βράσει σε δευτερόλεπτα και να κάψει ό, τι αγαπάω περισσότερο στην ζωή μου. Been there.

-Αν βρισκόσουν ναυαγός σε ένα έρημο νησί ποιο προσωπικό σου αντικείμενο θα ήθελες να σε συντροφεύει;

Κανένα, δε δένομαι με την ύλη, δε μου λέει πολλά. Αν σώνει και ντε έπρεπε κάτι, ας ήταν η Ασκητική του Καζαντζάκη, η κλασική, δερματόδετη μπορντό έκδοση. Για προσκεφάλι, για διάβασμα, για να κάνω αέρα αν ζεσταίνομαι-ελπίζω να είναι εξωτικό το ερημονήσι.

-Τι είναι για σένα η ευτυχία;

Αυτό που βιώνω τώρα: είναι νύχτα, απαντώ τις ερωτήσεις σου, ακούω τσίτα μουσική, μπορεί και να κλαίω λιγάκι, φοράω ένα αγαπημένο μου πουκάμισο, είμαι χορτασμένη, σε λίγο θα ανάψω τσιγάρο, είναι Οκτώβρης, είμαι νέα, είμαι ζωντανή.

-Πώς λειτουργείς όταν ερωτεύεσαι;

Μια φορά στην ζωή μου ερωτεύτηκα, νόμιζα παλιά ήταν περισσότερες. Άρα, δεν υπάρχει manual λειτουργίας. Λειτούργησα σαν περιστέρα: κούρνιαζα στο στήθος του συνεχώς, γουργούριζα ανυπόμονη και γεμάτη συναισθήματα, φτερούγιζα γύρω του, περίμενα να με ποτίσει και να με ταϊσει με τα δώρα της αγάπης, πέταγα μαζί του μακριά κι ένιωθα παντελώς αθάνατη. Δεν ήμουν της αγκαλιάς κι έγινα. Να μην έχω οξυγόνο χωρίς αυτήν την αγκαλιά, μιλάμε για τρέλα. Γνώρισα μια άλλη Γεωργία, δεν περίμενα ποτέ ότι θα. Ωραία ήταν. Αυτά σπανίως, πάντως, συμβαίνουν δεύτερες φορές και αρχίζω να συμφιλιώνομαι με τούτη τη σκέψη.

-Το καταφύγιό σου όταν όλα δείχνουν δύσκολα;

Ο ύπνος. Ο μικρός γλυκός θάνατος που μας έχει επιτρέψει η ζωή να έχουμε μες στις μέρες για να αντέχουμε κάπως, κάτι λίγο καλύτερα.

-Αν μπορούσες να γυρίσεις το χρόνο πίσω υπάρχει κάτι που θα ήθελες να αλλάξεις;

Μπορεί να θέλω να αλλάξω ένα σωρό, αλλά ξέρω πως δεν πρέπει. Αλλιώς δεν θα μπορούσα να βρίσκομαι εδώ που είμαι τώρα που, όπως σου λέω και πιο πάνω, είμαι ευτυχισμένη. Ευτυχισμένη που βιώνω ακόμα και την πίκρα ή την κούραση, που γράφω και απαντώ όλα αυτά. Τρίχα δεν πρεπει να πειράξω από το παρελθόν, κανονικά. Αλλά, ναι, υπάρχει ίσως κάτι, υπάρχει μια στιγμή που θα ήθελα να αλλάξει. Μόνο μία. Δεν πρέπει, όμως, δεν πρέπει.

-Τα όνειρα σου για το μέλλον;

Να συνεχίσω. Να αντέξω. Να βελτιωθώ. Να κάνω παιδί. Παιδιά, γιατί όχι. Να συγχωρέσω. Να με συγχωρέσουν. Εννοώ απολύτως. Να γράφω, να τραγουδάω. Όπως τώρα και καλύτερα, για περισσότερες, για περισσότερους, με μένα περισσότερο παρούσα και παλλόμενη. Να ξανασυναντηθώ με τους αγαπημένους μου νεκρούς εν μέσω γαλήνης και ραστώνης παραδείσου.

-Η συμβουλή που θα έδινες σε ένα νέο άνθρωπο για να κάνει τα όνειρα του πραγματικότητα;

Να καίγεται γι’ αυτά. Αν καίγεσαι (να καίγεσαι όμως, ε;!) γίνονται. Ταπεινά να πατά το ένα πόδι, δεσποτικά το άλλο. Θράσος στο ένα μάτι, υπομονή στο άλλο. Ευγένεια στο ένα χέρι, να χαϊδεύει, ετοιμότητα στο άλλο, να μπορεί ν’ αρπάξει την ευκαιρία. Τα όνειρά μας είναι όνειρα μόνο όταν μας απασχολούν σοβαρά και ατελείωτα. Να τα κάνουμε, να τα πιστεύουμε, να τα υπηρετούμε. Κάθε εποχή έχει τα δικά της ζόρια-η δική μας, η εδώ και τώρα, έχει και μερικές συνταρακτικές ευχέρειες. Ας τις εκμεταλλευτούμε.

-Τι σου έρχεται στο μυαλό όταν λες το όνομα Γεωργία Δρακάκη;

Μια γυναίκα κοντή (1.60), ξανθιά με γαλάζια μάτια. Αυτή που είμαι στ’ αλήθεια μέσα μου.

Γεωργία Δρακάκη – FB: εδώ

Γεωργία Δρακάκη – Instagram: εδώ

Συνέντευξη στον Χρήστο Ηλιόπουλο

Αποτυχημένος φοιτητής Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποτυχημένος φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Ερασιτέχνης ραδιοφωνικός παραγωγός και αρθρογράφος. Συλλέκτης βινυλίων, κόμικς και βιβλίων. Λάτρης της ινδικής κουζίνας και του κόκκινου κρασιού. Με το γράψιμο έχω μια ιδιαίτερη σχέση. Όταν γράφω θέλω η σκέψη που ξεκινάει από εμένα να ολοκληρώνεται από τον αναγνώστη...