Νίκος Μουρατίδης: «Σε μια κοινωνία που αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς, οι Έλληνες νομίζουν ότι κάνουν πολιτική αν φωτογραφηθούν με παπάδες»

Ο Νίκος Μουρατίδης είναι ένας χείμαρρος. Για κάθε ερώτηση που του έθεσα έλαβα ως απάντηση ένα μικρό μονόπρακτο. Αφήγηση πλούσια, με εικόνες και ήχους που ζωντανεύουν. Είναι ένας άνθρωπος επηρεασμένος από μικρή ηλικία με κάθε μορφή της τέχνης. Θέατρο, κινηματογράφος, λογοτεχνία και μουσική ήταν τα καταφύγια του. Η διαδρομή του στα καλλιτεχνικά και δημοσιογραφικά πεπραγμένα λαμπρή και γεμάτη με εξαιρετικές στιγμές. Ίσως, στο μυαλό του μέσου τηλεθεατή να είναι κατοχυρωμένος ως ένας αυστηρός και στριφνός κριτής. Είναι όμως πολλά μα πολλά περισσότερα. Για μένα, υπήρξε όταν άρχισα να τον ανακαλύπτω στην εφηβεία μου, ένας μεγάλος γνώστης της ελληνικής και ξένης μουσικής βιομηχανίας. Σήμερα, τον φιλοξενώ στο your e-articles.

-Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε σε μια λαϊκή γειτονιά, τη Νίκαια. Πώς θυμάστε τα παιδικά σας χρόνια;

Υπέροχα, γεμάτα παιχνίδι και σκανταλιές. Σε μια περιοχή που τότε είχε μόνο μονοκατοικίες με κήπους και αλάνες… Κρυφτό, κυνηγητό, πετροπόλεμος… Τα πάντα όλα. Ένα θα σου πω για να καταλάβεις. Είχα σπάσει χέρι, πόδι, κεφάλι, είχα καταπιεί βελόνα και είχα πιει πετρέλαιο…. (γέλια).

-Έχει αλλοτριωθεί η Νίκαια μέσα στο πέρασμα των χρόνων;

Εντελώς. Είναι σπάνιες πια οι μονοκατοικίες και θυμάμαι στην γειτονιά μας – εκεί που υπήρχε μόνο το αυτοκίνητο του μπαμπά μου – τώρα δεν βρίσκεις να παρκάρεις που να έχεις το Θεό μπάρμπα.

-Η ανάμνηση που σας έχει σμιλεύσει;

Δεν είναι μία. Είναι τα πάντα. Η γειτονιά, οι πλανόδιοι μικροπωλητές, η κρυψώνα μου μέσα στην φουντωτή αγριοπασχαλιά, ο κολλητός μου ο Μίμης, οι παραστάσεις Καραγκιόζη που έκανα, τα πρώτα σκιρτήματα…

-Από νωρίς εκδηλώσατε μια αγάπη για το θέατρο, τη μουσική και τον κινηματογράφο. Ο λόγος που σας γοήτευσε η τέχνη σε κάθε της μορφή;

Είναι κάτι που με απασχολεί ακόμα και σήμερα, μια και κανείς στο σόι μας δεν υπήρξε καλλιτέχνης για να έχω σημείο αναφοράς. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με έκανε από μικρό παιδί να μου αρέσει το θέατρο, οι ηθοποιοί, οι τραγουδιστές, η ζωγραφική ακόμα και η αρχιτεκτονική. Στην εφηβεία για να φανταστείς, μάζευα το χαρτζιλίκι μου, έπαιρνα το λεωφορείο ανέβαινα Αθήνα και αγόραζα από συγκεκριμένο περίπτερο καρτ ποστάλ με έργα διάσημων ζωγράφων. Ή έπαιρνα ανελλιπώς τα περιοδικά Θέατρο και Αρχιτεκτονική & Διακόσμηση.

-Είχατε τη τύχη από νωρίς να ακούσετε και να παρακολουθήσετε σπουδαίες μορφές της μουσικής και του θεάτρου. Ο Πουλικάκος και οι Socrates Drank The Conium ήταν τα πρώτα σας ακούσματα;

Από πολύ νωρίς άκουγα τα πάντα – Ελληνικά και ξένα. Pop, Rock, έντεχνα, Νέο Κύμα, ακόμα και λαϊκά που τα άκουγαν οι γονείς μου. Με αυτούς που ανέφερες υπάρχει ιστορία. Στην τελευταία τάξη του σχολείου ετοιμαζόμασταν για την πενθήμερη εκδρομή, αλλά δεν υπήρχε μία. Σκέφτηκα λοιπόν να κάνουμε μια συναυλία στον κινηματογράφο Κεντρικόν, στην Νίκαια (δεν υπάρχει πια). Σηκώθηκα και πήγα στο Κύτταρο, βρήκα τον Πουλικάκο και το κανόνισα. Σκίσαμε και γλυκαθήκαμε. Κάναμε και δεύτερη συναυλία με τους Socrates. Το αδιαχώρητο. Βγάλαμε πολλά λεφτά και πήγαμε 5 μέρες στην Ρόδο άρχοντες.

-Και το θέατρο; Η Κατίνα Παξινού και η Έλλη Λαμπέτη;

Στην πρώτη μου θεατρική παράσταση, 17 ετών, πήγα στην Καρέζη, και την ίδια χρονιά στην Παξινού όπου την είδα στον Ματωμένο Γάμο του Λόρκα. Πήγα και στο καμαρίνι με πόδια που έτρεμαν να πάρω αυτόγραφο. Με την Λαμπέτη έπαθα ψύχωση λίγο αργότερα, σπουδαστής στην Σχολή Σταυράκου, όπου είχα ελευθέρας και πήγαινα μια φορά την εβδομάδα απαραιτήτως και την έβλεπα στο έργο Δεσποινίς Μαργαρίτα. Την παρακολουθούσα μαγεμένος…

-Υπάρχουν αυτά τα καλλιτεχνικά μεγέθη σήμερα;

Στο θέατρο υπάρχουν, αλλά αλλιώς. Είμαι πολύ ευχαριστημένος και από σκηνοθέτες και από ηθοποιούς. Το θέατρο μας είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο. Στην μουσική πάμε από το κακό στο χειρότερο. Υπάρχουν κάποιοι λίγοι, ελάχιστοι, που προσπαθούν, αλλά δυστυχώς επικρατεί το φτηνό καψουροτράγουδο, χωρίς κανένα καλλιτεχνικό υπόβαθρο, χωρίς μουσική, στίχο ή ενορχήστρωση. Τραγούδια Αρκουδιάρικα…

Από την σχολή κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου, τι αποκομίσατε;

Δυστυχώς λίγα πράγματα και κυρίως θεωρητικά. Οι σχολές πάσχουν από πρακτική εφαρμογή. Το μόνο που μου έδωσε η σχολή ήταν κάποιους φίλους και το ερέθισμα να ξημεροβραδιαζόμαστε στο STUDIO, την ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ ή την ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ για να βλέπουμε ταινίες. Θέλαμε να γίνουμε σκηνοθέτες και δεν είχαμε επαφή με κάμερες, φώτα, ήχος κτλ.

-Γνωρίζω μια ιστορία για εσάς. Στο μάθημα ενός καθηγητή της Σχολής, σας ζητήθηκε να γράψετε ένα σενάριο που να βασίζεται πάνω σε ένα τραγούδι. Εσείς διαλέξατε το κομμάτι Δημοσθένους Λέξις του Διονύση Σαββόπουλου. Γιατί το επιλέξατε;

Ήταν στο μάθημα σεναρίου που μας το έκανε ο Γρηγόρης Γρηγορίου. Μας έδωσε ως άσκηση να πάρουμε ένα ποίημα ή ένα τραγούδι και να το κάνουμε σενάριο. Εγώ είχε τρέλα με τον Σαββόπουλο, είχα όλους τους δίσκους του και ήξερα όλα τα τραγούδια απ’ έξω. Το Δημοσθένους Λέξις μου έδωσε έμπνευση και ως στίχος και ως ατμόσφαιρα για να του δώσω μια σεναριακή μορφή. Παίζει να ήταν και το πρώτο σενάριο που γράφτηκε για video clip (γέλια).

-Από νωρίς ασχοληθήκατε με τη μουσική βιομηχανία. Εργαστήκατε στη τότε Polygram… Πώς αναλογίζεστε εκείνη την εποχή της δισκογραφίας;

Πέρασα από 3-4 δισκογραφικές εταιρίες και απ’ όλα τα πόστα. Δημόσιες σχέσεις, παραγωγή, A&R στο ξένο ρεπερτόριο κτλ. Ήμουν τυχερός γιατί έζησα την δισκογραφία στις δόξες της. Και επειδή ήμουν και μαμούνι, έφερα πολλά καινούργια πράγματα στο χώρο. Επί εποχής μου έγιναν πράγματα που μέχρι τότε ούτε που τους περνούσαν από το μυαλό…

-Η συνεργασία με τον Ζακ Μεναχέμ;

Ήταν ο πρώτος μου προϊστάμενος. Ήμουν βοηθός του και έμαθα πολλά. Μόνο και μόνο που μου έμαθε τις μουσικές του κόσμου – ethnic και world music – αυτό μου αρκεί. Τρομερός άνθρωπος. Αρκεί να σου πω πως μικρό παιδάκι, το έσκασε από το στρατόπεδο του Άουσβιτς και επέστρεψε στην Ελλάδα με τα πόδια.

-Συνεργαστήκατε με τους σπουδαιότερους Έλληνες καλλιτέχνες. Ποια συνεργασία ξεχωρίζετε στη καρδιά σας;

Δεν μπορώ να ξεχωρίσω μια συνεργασία. Αδύνατον! Συνεργάστηκα με όλα τα μεγαθήρια και έχω να θυμάμαι πολλά. Από την pop σκηνή της εποχής (Poll, Πασχάλης, Μπέσσυ κτλ.) μέχρι Μαρινέλλα, Μητροπάνο, Χριστιάνα, Χατζή, Τσανακλίδου, Καλογιάννη, Χατζηνάσιο, Φατμέ, Κατσιμίχα… Μέχρι τον Κραουνάκη που έχουμε μείνει πολύ φίλοι μέχρι τώρα.

-Υπήρξε κάποια ατυχής συνεργασία ή κάποιος καλλιτέχνης με τον οποίο δεν διασταυρώθηκαν οι δρόμοι σας;

Ατυχή συνεργασία δεν θυμάμαι. Όσο για καλλιτέχνες που δεν διασταυρώθηκαν επαγγελματικά οι δρόμοι μας, ναι, αλλά λίγοι. Προς το τέλος για να φανταστείς γνώρισα μέχρι τον Καζαντζίδη, τον Ζαμπέτα, τον Άκη Πάνου, την Καίτη Γκρέϊ, την Βίκυ Μοσχολιού… Μεγάλες μορφές.

-Βοηθήσατε αρκετούς καλλιτέχνες στα πρώτα τους βήματα. Αναφέρω ενδεικτικά τον Γιώργο Μαζωνάκη. Τι είναι αυτό που σας ιντρίγκαρε σε εκείνον;

Τον Μαζωνάκη δεν τον βοήθησα. Τον Μαζωνάκη τον ανακάλυψα σε ένα σκυλάδικο στην Πάτρα, του έκανα συμβόλαιο και ήμουν μέντορας και μάνατζερ του για μια δεκαετία περίπου όπου από το μηδέν τον έκανα σουπερστάρ. Από τίποτα τον έκανα platinum artist. Τον Μαζωνάκη τον «έκτισα» κανονικά. Τον πήγα σινεμά, θέατρο, του έβαλα να ακούσει Massive Attack, τον γνώρισα με κόσμο, του διαμόρφωσα το ρεπερτόριο και τα video clip του. Όλα. Ο Μαζωνάκης με εντυπωσίασε γιατί είχε ιδιαίτερο ηχόχρωμα στην φωνή του, έλεγε καλά τα λαϊκά τραγούδια και ήθελε να γίνει πάση θυσία.

-Δε μπορώ να μη σταθώ σε έναν καλλιτέχνη που αγαπάμε εξίσου πολύ, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Τον ζήσατε από κοντά με αφορμή τον δίσκο «Ωδές». Τι θυμάστε από εκείνον;

Κάτσε γιατί ζαλίστηκα. Από τον Μαζωνάκη στον Βαγγέλη… (γέλια). Λοιπόν, ήμουν πιτσιρίκι, 22 – 23 ετών όταν ο διευθυντής της εταιρίας μου είπε ότι θα συναντήσουμε τον Βαγγέλη Παπαθανασίου που είχε έρθει από το Λονδίνο, για τον δίσκο ‘Ωδές που είχε κάνει με την Ειρήνη Παπά. Χέστηκα πάνω μου! Γιατί τον Βαγγέλη τον παρακολουθούσα από τους Aphrodite’s Child, και μετά στα soundtrack και στους πρώτους σόλο δίσκους του. Το ότι συναντήθηκα και δούλεψα με τον Βαγγέλη και την Ειρήνη Παπά ήταν για μένα κάτι το συγκλονιστικό. Αισθανόμουν σαν την Αλίκη στην χώρα των Θαυμάτων. Από το 1980 λοιπόν με τον Βαγγέλη μείναμε φίλοι μέχρι τέλους. Κάναμε πολύ παρέα και στο Λονδίνο – που τότε πήγαινα πολύ συχνά – αλλά κυρίως όταν μετακόμισε στην Αθήνα. Κι’ όταν σου λέω πολύ παρέα, το εννοώ.

-Λένε ότι η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της. Συμπεριφέρθηκε καλά η χώρα αυτή σε καλλιτέχνες όπως ο Βαγγέλης Παπαθανασίου ή ο Ντέμης Ρούσσος;

Καθόλου καλά. Τα κυκλώματα τους φέρθηκαν απαράδεκτα. Ο Βαγγέλης ό,τι έκανε για την Ελλάδα το έκανε δωρεάν και κανείς δεν του αναγνώρισε τίποτα. Όλος ο πλανήτης ήταν στα πόδια του εκτός από την Ελλάδα. Τον Ντέμη δε, υπήρχαν κάποιοι δημοσιοκάφροι που όταν ήταν αναγκασμένοι να γράψουν για αυτόν, τον αποκαλούσαν «Ο χοντρός με την ψιλή φωνή».

-Κομβική ήταν και η γνωριμία σας με τη Μελίνα Μερκούρη. Ήταν μια γυναίκα σύμβολο;

Ναι ήταν. Την Μελίνα την γνώρισα το 1976 που ήμουν σπουδαστής στην Σταυράκου και κάναμε το αντι-φεστιβάλ κινηματογράφου. Δούλεψα μαζί της στις εκλογές του 1981 – γιατί ήταν υποψήφια στην Β΄ Πειραιά, την περιοχή μου – και σε δύο θεατρικές παραστάσεις. Άλλα μείναμε φίλοι μέχρι τέλους.

-Υπήρξε μια καλλιτέχνης που όπως λέγεται, ως πολιτικός παρήγαγε έργο όσο κανείς στο Υπουργείο Πολιτισμού μέχρι σήμερα. Συμφωνείτε;

Συμφωνώ 100%. Γυναίκα μοναδική, τολμηρή, θαρραλέα, ακομπλεξάριστη και γενναιόδωρη. Δεν κώλωνε η Μελίνα. Και ό,τι είπε ότι θα κάνει το έκανε. Και επειδή ήταν η ίδια καλλιτέχνης φρόντισε όλους τους καλλιτέχνες σαν παιδιά της.

-Επιστροφή στην μουσική. Εξέχουσες μορφές στη δισκογραφία υπήρξαν ο Μάκης Μάτσας, ο Τάκης Λαμπρόπουλος και ο Αλέκος Πατσιφάς. Άφησαν παρακαταθήκη;

Λοιπόν, Τάκης Λαμπρόπουλος Θεός! Ο άνθρωπος που μάζεψε στην COLUMBIA – όλη την αφρόκρεμα των μουσικών, των συνθετών, στιχουργών, ποιητών και ζωγράφων. Οι δίσκοι που βγήκαν επί Τάκη Λαμπρόπουλου είναι μνημεία. Έργα Τέχνης. Μια από τα ίδια ο Αλέκος Πατσιφάς στην ΛΥΡΑ. Μεγάλη μορφή. Διαχειριζόταν από την Σωτηρία Μπέλλου, τον Σπανό και την Αρλέτα μέχρι τον Οδυσσέα Ελύτη. Μην ξεχνάς ότι ο Πατσιφάς έκανε με τον Πλέσσα και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο τον πιο ευπώλητο δίσκο στην Ελλάδα. Τον Δρόμο. Ο Μάκης Μάτσας είναι ο τελευταίος μεγάλος δισκάς, που έκανε όμως και πιο εμπορικά πράγματα. Βεβαίως του χρωστάμε σημαντικούς δίσκους όπως επίσης του χρωστάμε τον Νταλάρα, την Αλεξίου, τον Λοΐζο, τον Πάριο…

-Τι οδήγησε τη σημερινή μουσική βιομηχανία στη κατρακύλα της;

Το ότι αυτοί που ανέλαβαν τα ηνία των δισκογραφικών εταιριών ήταν άνθρωποι χωρίς κουλτούρα. Έπεσαν με τα μούτρα στο εύκολο κέρδος, ξεφτίλισαν τα cd και έδωσαν «εξουσία» σε ημιατάλαντους καραγκιόζηδες. Δεν ασχολήθηκαν με τους δημιουργούς αλλά με τους τραγουδιστές τύπου celebrities.

-Μεγάλη πληγή για τους Έλληνες δημιουργούς είναι η κατάσταση με τα πνευματικά δικαιώματα. Έγιναν προσπάθειες με νέα σωματεία μετά τη ποινική δίωξη του Ξανθόπουλου αλλά ναυάγησαν. Θα λυθεί το ζήτημα κάποια στιγμή;

Οι καλλιτέχνες πέρασαν πολλά και η Λίνα Μενδώνη ως Υπουργός Πολιτισμού δεν τους φέρθηκαν καθόλου καλά. Τους είχε να σέρνονται στα πεζοδρόμια χωρίς να τους δέχεται στο γραφείο της. Τώρα βλέπω ότι δεν γκρινιάζουν πια, που σημαίνει πως κάπως έχουν βρεθεί λύσεις. Δεν το ξέρω όμως καλά το θέμα.

-Το διαδίκτυο έκανε καλό ή κακό στη μουσική;

Μεγάλο κακό. Την «μίκρυνε» την μουσική. Ακούμε μουσική από κάτι ηχειάκια ή από ακουστικά μια σταλιά και αλλάζουμε τα τραγούδια στα 40 δευτερόλεπτα για να περάσουμε στο επόμενο… Αίσχος. Κανείς πια δεν πιάνει δίσκο ή έστω cd στα χέρια του, να χαζέψει το εξώφυλλο και ν’ ακούσει μουσική από μεγάλα ηχεία. Να του «χτυπάει» η μουσική το στομάχι…

-Σημαντικές ήταν η συναντήσεις σας με τη Ζωή Λάσκαρη και την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ζωή ή Αλίκη;

Άλλο το ένα άλλο το άλλο. Η Ζωή για όσο δουλέψαμε μαζί ήταν σαν αδελφή μου. Η Αλίκη ήταν άλλο, που όμως είχε και την πλάκα της. Η Ζωή ήταν ψυχούλα. Μεγάλη καρδιά. Σκέψου μόνο τις φορές που είχα συνυπάρξει και με τις δύο μαζί… Όνειρο! (γέλιο)

-Στο μυαλό μου σας έχω καταχωρήσει πιο πολύ για τους δικούς μου λόγους σαν dj και ραδιοφωνικό παραγωγό. Τα συναισθήματά σας όταν βρίσκεστε πίσω από το booth και τη κονσόλα από τη μία και από το μικρόφωνο του στούντιο από την άλλη;

Εγώ πιστεύω πως είμαι ραδιοφωνικός παραγωγός. Έσκισα στο ραδιόφωνο, πριν γίνει playlist. Όλη η Αθήνα με άκουγε στο ΚΛΙΚ. Στην δεκαετία του ’90, σχεδόν όλες οι επιτυχίες έγιναν από μένα. Ο Τάσος Μελετόπουλος επέμενε να παίξω μουσική ως dj στο ΑΤΟΜΟ. Δεν ήθελα, δεν ήξερα την τεχνική. Μου είπε όμως: «δεν θέλω τεχνική, θέλω συναίσθημα». Και έτσι με έπεισε. Αλλά σου επαναλαμβάνω, στο ραδιόφωνο αισθάνομαι σαν το σπίτι μου.

-Πού έγκειται η μαγεία του ραδιοφώνου;

Δημιουργεί ατμόσφαιρα και αφήνει την φαντασία να καλπάσει. Η τηλεόραση στα δίνει όλα δεδομένα. Το ραδιόφωνο σ’ αφήνει να τα φανταστείς. Είναι συγκλονιστικό μέσο, και το κατέστρεψαν οι μαλάκες οι επιχειρηματίες. Το ραδιόφωνο είναι παρέα. Είναι συντροφιά.

-Τα 90s και τα 00s ήταν οι εποχές των ξέφρενων party, με τρομερά dj sets σε clubs που έγραψαν ιστορία. Έχει αλλάξει η νύχτα και ο τρόπος διασκέδασης των νέων;

Δεν ξέρω, δεν πάω πια ούτε σε μπαρ ούτε σε club και δεν έχω γνώμη. Αλλά θέλω να πιστεύω ότι κάθε εποχή έχει τον τρόπο της…

-Στη τηλεόραση υπήρξατε κριτής σε talent show και παρουσιαστής στο «Θεά Τον Έκανες Τον Μουσακά» και το «Στη Βεράντα». Γουστάρατε όταν βρεθήκατε στο γυαλί ή ήταν αναγκαίο κακό;

Δεν ήθελα καθόλου, αλλά αρχικά επέμεναν τόσο πολύ από το Mega με το POP STARS που με έπεισαν. Και ύστερα ήρθε το ένα μετά το άλλο. Τα έκανα όλα. Έγινα κάτι σαν εθνικός κριτής. Δεν μου άρεσε όλη αυτή η υπερέκθεση όπου ο καθένας από τα πρωινάδικα και τα μεσημεριανάδικα έλεγε το μακρύ του και το κοντό του για μένα, αλλά απ’ την άλλη ήταν παααααααααρα πολύ καλά τα λεφτά. Τις δύο εκπομπές που παρουσίασα, ναι τις γούσταρα.

-Ως συγγραφέας γράψατε μεταξύ άλλων το «Αθήνα-Θεσσαλονίκη». Από που αντλήσατε έμπνευση;

Βιώματα, η συγγραφή είναι κυρίως βιώματα και φαντασία. Το συγκεκριμένο ήταν τηλεοπτική σειρά σε σενάριο δικό μου, που μετά το έκανα βιβλίο. Ξεκίνησα την μίνι καριέρα μου στις εκδόσεις με το εφηβικό μυθιστόρημα «Ο μικρός Αλκιβιάδης και οι Ολυμπιακοί αγώνες», και τελικά έβγαλα 6 βιβλία.

-Είναι δύσκολο να γράψει κάποιος βιβλία για τα παιδιά;

Πάρα πολύ, γιατί τα παιδιά δεν χαρίζουν κάστανα. Έχουν πολλές απορίες, πολλά γιατί, και επιπλέον θέλουν αλήθεια, περιπέτεια και συναίσθημα.

-Έχετε μετανιώσει για επιλογές στη διαδρομή σας;

Για μερικά πράγματα ναι, αλλά σε γενικές γραμμές, αυτό που ήταν να γίνει έγινε.

-Αν γυρίζατε το χρόνο πίσω υπάρχει κάτι που θα αλλάζατε;

Θα άλλαζα τα πάντα από το 2.000 και μετά…

-Είστε ενεργός στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όσον αφορά τις πολιτικές σας τοποθετήσεις. Πώς κρίνετε τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα;

Εκτός από έντονη παρουσία στο Facebook έχω και το δικό μου site, το nikosonline.gr, ένα καθημερινό magazino για την Ζωή, τον Άνθρωπο και τις Τέχνες. Στην πολιτική είναι τραγική η κατάσταση. Πολύ άσχημη, και υπάρχουν κάποιοι που δεν το καταλαβαίνουν. Ζούμε βουτηγμένοι στο ψέμα και στην διαφθορά. Και το χειρότερο, δεν έχουμε αντιπολίτευση.

-Η γεύση που σας άφησαν οι εθνικές αλλά και οι πρόσφατες Αυτοδιοικητικές και περιφερειακές εκλογές;

Στις εθνικές εκλογές έπεσα σε κατάθλιψη, αλλά μετά στις Αυτοδιοικητικές (γέλια) ικανοποιήθηκα κάπως που η κυβέρνηση έφαγε μια ωραιότατη σφαλιάρα και έχασε σημαντικούς δήμους και περιφέρειες. Επιτέλους χαμογέλασα.

-Επικρατεί μια συντηρητική στάση της κοινωνίας που αντανακλάται και στο κοινοβούλιο. Γιατί λειτουργεί με τον τρόπο αυτό το εκλογικό σώμα;

Οι Έλληνες δυστυχώς είμαστε λαός χωρίς κουλτούρα και παιδεία. Γιατί είναι άνθρωποι παλιοί, αμόρφωτοι, ανίκανοι, ακοινώνητοι, εγωκεντρικοί, αλαζόνες, ψεύτες, χωρίς όραμα. Το 99% των πολιτικών είναι ψεύτες. Σε μια κοινωνία που αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς, αυτοί νομίζουν ότι κάνουν πολιτική αν φωτογραφηθούν με παπάδες.

-Έχετε εκδηλώσει τη στήριξη σας στον Στέφανο Κασσελάκη. Θα τα καταφέρει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις ρωγμές που ανοίγουν;

Ναι, αλλά από τις ρωγμές μπαίνει φως. Και ο Κασσελάκης ως σύγχρονος άνθρωπος, που δεν είναι πολιτικός, έφερε νέο αέρα και ο κόσμος τον λάτρεψε. Το σύστημα τρόμαξε. Και έχουν πέσει πάνω του να τον «φάνε». Θέλουν να τον «κάψουν». Εξ ου και βλέπεις ενορχηστρωμένα όλα αυτά τα δημοσιεύματα.

-Τι σας ενοχλεί στη σημερινή ελληνική κοινωνία;

Τα πάντα (γέλια).

-Πιστεύετε στον Θεό;

Όχι βέβαια. Πιστεύω στην επιστήμη.

-Τι άνθρωπος είναι ο Νίκος Μουρατίδης;

Δεν μ’ αρέσει να περιαυτολογώ. Μέσα από την κουβέντα μας όσοι θέλουν θα καταλάβουν πολλά.

-Αν βρισκόσαστε ναυαγός σε ένα έρημο νησί ποιο προσωπικό σας αντικείμενο θα θέλατε να σας συντροφεύει;

Ωχ… μάλλον το laptop μου αφού μου λες αντικείμενο. Αλλιώς θα ήθελα έναν άνθρωπο.

-Αν μπορούσατε να συναντήσετε μια φυσιογνωμία από την παγκόσμια μουσική για ένα δείπνο με μουσική και φιλοσοφική συζήτηση, ποια θα επιλέγατε;

Τον David Bowie.

-Τι είναι για σας η ευτυχία;

Φίλοι, ταξίδια, έξυπνες συζητήσεις…

-Πώς λειτουργείτε όταν ερωτεύεστε;

Δεν ξέρω τι εννοείτε με το «ερωτεύεστε», αλλά ας πούμε δεν έχω κάνει ποτέ καμία τρέλα ή καμία μαλακία για ερωτικά θέματα. Cool…

-Το καταφύγιό σας όταν όλα δείχνουν δύσκολα;

Μια κινηματογραφική αίθουσα.

-Ο μεγάλος σας φόβος;

Μεγαλώνοντας μη χάσω τα λογικά μου.

-Τα όνειρά σας για το μέλλον;

Δεν είναι πολλά πια ή μεγάλα. Θέλω να μπορώ να διοχετεύω την ενέργεια μου σε δημιουργικά πράγματα.

-Ετοιμάζετε κάτι αυτή τη περίοδο;

Όχι, είμαι άνεργος. Δέχομαι προτάσεις (γέλια).

-Η συμβουλή που θα δίνατε σε ένα νέο άνθρωπο για να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα;

Να είναι τολμηρός και να σκέφτεται κόντρα.

-Κύριε Μουρατίδη σας ευχαριστώ πολύ για την επικοινωνία μας.

Εγώ σε ευχαριστώ.

Συνέντευξη στον Χρήστο Ηλιόπουλο

Διαβάστε την παλαιότερη συνέντευξη που μας παραχώρησε: εδώ

Αποτυχημένος φοιτητής Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποτυχημένος φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Ερασιτέχνης ραδιοφωνικός παραγωγός και αρθρογράφος. Συλλέκτης βινυλίων, κόμικς και βιβλίων. Λάτρης της ινδικής κουζίνας και του κόκκινου κρασιού. Με το γράψιμο έχω μια ιδιαίτερη σχέση. Όταν γράφω θέλω η σκέψη που ξεκινάει από εμένα να ολοκληρώνεται από τον αναγνώστη...