Συνέντευξη με τον Χρήστο Μασσαλά: «Πιστεύω στο άγιο πνεύμα της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Αυτή η πνευματικότητα με ενδιαφέρει»

Γεννήθηκε στα Γιάννενα μα πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής του στο Λονδίνο. Η αγάπη του για τον κινηματογράφο τον οδήγησε σε σπουδές πάνω στο συγκεκριμένο αντικείμενο ενώ πέρα από σεναριογράφος και σκηνοθέτης είναι και μοντέρ. Έχει αποσπάσει θετικές κριτικές για τις μικρού μήκους ταινίες του οι οποίες έχουν διακριθεί σε αρκετά κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Αφορμή για τη συνέντευξή μας είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το πολλά υποσχόμενο Broadway που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο στις ελληνικές αίθουσες δηλώνοντας πως ο άνθρωπος αυτός έχει παρόν και σίγουρα θα έχει μέλλον. Σήμερα, στο your e-articles ο Χρήστος Μασσαλάς.

-Γεννήθηκες στα Γιάννενα. Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια; 

Μάλλον μοναχικά. Αλλά περιπετειώδη στη φαντασία μου. Με πολλές γάτες στην αυλή, ένα κόλεϊ και πολλές ταινίες.

-Ήταν διαφορετικά τα πράγματα στο Δουβλίνο;

Στο Δουβλίνο πρωτοπήγαμε όταν ήμουν τριών χρονών. Οι πρώτες μου ξεκάθαρες αναμνήσεις είναι από εκεί. Στο Δουβλίνο μου αποκαλύφθηκε η αληθινή ποικιλομορφία των ανθρώπων, σε ένα πολυπολιτισμικό τοπίο που καμία σχέση δεν είχε με την Ελλάδα της εποχής – μιλάμε για τα τέλη 80′.

-Η ανάμνηση που έχει χαραχτεί στο μυαλό σου; 

Όταν ήρθανε για πρώτη φορά στο σπίτι και τα δυο ετεροθαλή αδέρφια μου και βγάλαμε μαζί μια φωτογραφία μπροστά σε ένα ανθισμένο δέντρο στην αυλή. Πρέπει να ήμουν 7 χρονών.

 Θυμάσαι την ταινία που όταν την παρακολούθησες σε έκανε να θες να ασχοληθείς με το σινεμά; 

Νομίζω ο σπόρος μπήκε με το Halloween του Carpenter αλλά εκεί που κλείδωσε το πράγμα ήταν με τον Δεσμώτη του Ιλίγγου του Hitchcock.

-Με τι θα είχες ασχοληθεί αν δεν ήσουν σκηνοθέτης;  

Δεν σκέφτηκα ποτέ κάτι άλλο σοβαρά. Πάντα με το σινεμά ήθελα να ασχοληθώ. Μου πέρασε κάποια στιγμή από το μυαλό να ασχοληθώ με την κινηματογραφική μουσική, αλλά πολύ γρήγορα κατέληξα ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτης.

-Οι επιρροές που σε διαμόρφωσαν ως δημιουργό;   

Πολλές και διαφορετικές. Το Αμερικάνικο σινεμά του 40′ και του 50′, οι ταινίες του Bergman, μέχρι και οι σαπουνόπερες πιστεύω έχουν παίξει κάποιο ρόλο στη διαμόρφωσή μου.

-Με ποιο τρόπο κατασκευάζεις τις ταινίες σου όσον αφορά την ιδέα, το σενάριο και την υλοποίησή του;  

Κάποιες ιδέες, κάποιες εικόνες έρχονται στο μυαλό σου και δημιουργούν ένα πλέγμα που γίνεται η απαρχή μιας ιστορίας. Από εκεί και πέρα, γράφω-σβήνω-ξαναγράφω, δουλεύω πολύ το σενάριο. Μετά δουλεύω την κάθε λεπτομέρεια του κόσμου μιας ταινίας – τα ρούχα, τα αντικείμενα, το μακιγιάζ, όλα. Και φυσικά δουλεύουμε εκτενώς με τους ηθοποιούς. Δύσκολο να συνοψίσω τη διαδικασία. Πάντως παίρνει χρόνο.

-Είσαι σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Ξεχωρίζεις κάποια ιδιότητα μέσα σου;  

Όχι. Για μένα είναι αλληλένδετα.

-Ως σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους, τι είδους δυσκολίες είχες να αντιμετωπίσεις δεδομένη την περιορισμένη χρονική διάρκεια;  

Δεν θα το έλεγα. Αντιμετώπισα τη μικρού μήκους φόρμα σαν μια πιο ποιητική μορφή έκφρασης, σαν ένα μωσαϊκό από θραύσματα, παρά σαν ένα μέσο καθαρής δραματουργίας. Οπότε δεν αντιμετώπισα τη σύντομη χρονική διάρκεια σαν περιορισμό, αλλά σαν τη φύση αυτής της φόρμας που χρειάζεται τη δική της δημιουργική μεταχείριση.

-Οι μικρού μήκους ταινίες σου έχουν αποσπάσει θετικές κριτικές, βραβεία και έχουν προβληθεί σε αρκετά φεστιβάλ. Μετράει πιο πολύ μέσα σου ένα αυθόρμητο και δυνατό χειροκρότημα από το κοινό ή το βραβείο μιας επιτροπής; 

Ένα αυθόρμητο δυνατό χειροκρότημα, προφανώς.

-Πρόσφατα, κυκλοφόρησε η πρώτη μεγάλου μήκους σου ταινία, το Broadway. Πώς γεννήθηκε, μεγάλωσε και κατόρθωσε να κάνει τα πρώτα της βήματα στις αίθουσες;  

Όπως ανέφερα και πριν, πήρε πολύ χρόνο για να γίνει αυτή η ταινία. Από τη γραφή του σεναρίου, την εύρεση χρηματοδότησης, το γύρισμα, το μοντάζ και την επεξεργασία μέχρι να φτάσουμε στα φεστιβάλ και τώρα στην Ελληνική διανομή. Πέρασα σχεδόν οχτώ χρόνια στον κόσμο του Broadway.

-Τι δυσκολίες αντιμετώπισες για να ολοκληρώσεις αυτό το εγχείρημα; 

Οι δυσκολίες, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ελληνικές ταινίες, ήταν κυρίως οικονομικής φύσεως. Δηλαδή πολλή αναμονή και υπομονή μέχρι να βρεθούν οι πόροι για να υλοποιηθεί ένα πρότζεκτ σαν αυτό, με πολλές παραγωγικές απαιτήσεις. Και δεν θέλησα να κατεβάσω τον πήχη, που αν τον κατέβαζα ίσως τα πράγματα να γινότανε λίγο πιο εύκολα. Αλλά επέμεινα και δεν το μετανιώνω καθόλου.

-Ένα από τα πράγματα που θα αιφνιδιάσουν τον θεατή είναι η επιστροφή του Χρίστου Πολίτη. Πώς ήρθατε σε επαφή και είπε το ναι;

Ως δια μαγείας, σχεδόν. Δεν πίστευα ότι θα πει το ναι. Ήξερα ότι έχει συνειδητά αποσυρθεί από τα καλλιτεχνικά πράγματα. Παρόλα αυτά αποφάσισα να επικοινωνήσω μαζί του και ας έμοιαζε μάταιο. Συναντηθήκαμε, υπήρξε μια σχεδόν αυτόματη σύνδεση θα έλεγα, και είπε το ναι, πολύ άμεσα. Δεν μπορώ να ξέρω τι ήταν αυτό που τον κέντρισε στο όλο εγχείρημα και δέχθηκε. Του είμαι ευγνώμων για αυτό το δώρο.

Ο λόγος που το American dream έχει διαποτίσει τις νοοτροπίες και τα όνειρα τόσων ανθρώπων ανά το κόσμο; Σε ποια στοιχεία της ψυχής τους στοχεύει; 

Το American Dream πάει χέρι-χέρι με τον καπιταλισμό, είναι ένα από τα κεντρικά του αφηγήματα. Οπότε όλο αυτό είναι ένα πολύ σύνθετο θέμα. Χρειάζονται αναλύσεις επί αναλύσεων, δύσκολο να το σχολιάσω με λίγα λόγια.

-Η ταινία μεταξύ άλλων πραγματεύεται τα αποτελέσματα που γέννησε η δεκαετία της οικονομικής κρίσης τα οποία και βλέπουμε σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Υπάρχει σωτηρία για τη χώρα αυτή; 

Δεν πιστεύω στη έννοια της σωτηρίας μιας χώρας. Γιατί η σωτηρία προϋποθέτει ότι υπάρχει ένα σημείο μηδέν, ένα σημείο λύτρωσης ή επανεκκίνησης. Οι κοινωνίες είναι ζωντανοί οργανισμοί που δεν σταματούν σε κάποιο σημείο – εκτός αν μιλάμε για καταστροφικά γεγονότα που κυριολεκτικά ανακόπτουν την πορεία μιας κοινωνίας. Άρα δεν μπορώ να προσδοκώ μια σωτηρία. Μπορώ όμως να ευελπιστώ για βελτίωση στον τρόπο ζωής και για την ορατότητα και αναγνώριση μειονοτήτων που έχουν κυριολεκτικά υποφέρει ζώντας χωρίς τα βασικά τους δικαιώματα. Και έτσι, βήμα-βήμα, θα αρχίσουμε να κατακτούμε και να χωνεύουμε την έννοια τους σεβασμού και της ενσυναίσθησης σε διάφορους τομείς της ζωής μας.

-Έμεινες για αρκετά χρόνια στο Λονδίνο. Πώς αποφάσισες να επιστρέψεις;

Εν μια νυκτί. Στο Λονδίνο έζησα σχεδόν μια δεκαετία. Δεν θα την άλλαζα με τίποτα. Αλλά κάποια στιγμή έκλεισε αυτός ο κύκλος. Και θέλησα να επιστρέψω στην Ελλάδα στο ζενίθ της κρίσης. Δεν ξέρω γιατί επέστρεψα, με οδήγησε το ένστικτό μου, κόντρα στη λογική. Και χαίρομαι που το έκανα.

-Η άποψή σου για το σημερινό ελληνικό σινεμά; Υπάρχουν άξιοι κινηματογραφιστές; 

Πολλές και πολλοί. Υπάρχουν φοβερά ταλαντούχοι, ευρηματικοί και εργατικοί κινηματογραφιστές στην Ελλάδα. Και είναι τόσο ευρηματικοί και εργατικοί που οι θεσμοί – και οι άνθρωποί τους – είναι σαν να έχουν επαναπαυθεί ότι το ελληνικό σινεμά προχωράει ακόμη και ελλείψει σωστής υποστήριξης, ακριβώς επειδή κάποιοι καλλιτέχνες τα παίζουν όλα για όλα προκειμένου να κάνουν τις ταινίες τους. Αυτή η αντιμετώπιση των θεσμών πρέπει να αλλάξει.

-Με το πέρασμα των χρόνων, την επέλαση της τεχνολογίας και την καταλυτική παρουσία των ψηφιακών πλατφόρμων, έχει χαθεί η μαγεία του σινεμά τόσο για τον θεατή που προτιμάει να δει μια ταινία στο σπίτι από το να πάει σινεμά; 

Δεν νομίζω ότι η μαγεία του σινεμά έχει χαθεί εξαιτίας των πλατφορμών. Δεν νομίζω ότι η μαγεία του σινεμά έχει χαθεί έτσι και αλλιώς, αλλά ίσως δεν έχει την ίδια ισχύ που είχε σε άλλες εποχές όπου ο κινηματογράφος ήταν το βασικό μέσο ψυχαγωγίας. Αυτό βέβαια δεν άλλαξε τώρα, αυτό συμβαίνει ήδη από την εποχή της βιντεοκασέτας. Αλλά η εμπειρία του σινεμά, της μεγάλης οθόνης, της κοινής εμπειρίας με άλλους αγνώστους σε μια σκοτεινή αίθουσα δεν αλλάζει. Και ελπίζω ότι με τη σταδιακή έξοδο από την πανδημία, οι αίθουσες ξαναβρίσκουν το κοινό τους. Ακριβώς επειδή τώρα έχουμε πάλι επιτακτική ανάγκη από κοινές, συλλογικές εμπειρίες.

 -Ο δίσκος που ακούς τις πιο προσωπικές σου στιγμές;

Δεν είναι μόνο ένας. Και αλλάζει ανάλογα την εποχή και τη φάση στην οποία βρίσκομαι. Αυτό τον καιρό ακούω συχνά το soundtrack του Alex North για το Λεωφορείον ο Πόθος.

-Η ταινία που σε ταξιδεύει;

Δεν μπορώ να διαλέξω μια. Οι καλές ταινίες είναι αυτές που σε ταξιδεύουν. Ό,τι και να σημαίνει αυτό το ταξίδι για τον καθένα.

-Το βιβλίο που σε συγκίνησε;

Πιο πρόσφατα, Το Μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων της Joan Lindsay. Και το βιβλίο και η ταινία του Peter Weir

-Πότε έκλαψες τελευταία φορά;

Κλαίω σπάνια, δυστυχώς. Θα ήθελα πραγματικά να έχω αυτή την ευκολία της εκτόνωσης, αλλά δεν το καταφέρνω. Ελπίζω να το πετύχω.

-Η σχέση σου με τον Θεό;

Δεν έχω κάποια σχέση μαζί του. Πιστεύω στο άγιο πνεύμα της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Αυτή η πνευματικότητα με ενδιαφέρει.

-Το προσωπικό σου καταφύγιο;

Οι ταινίες. Ξέρω είμαι μάλλον μονομανής.   

-Ο μεγάλος σου φόβος;

Να μην καταφέρω να ξεπεράσω τις ηλίθιες φοβίες της καθημερινότητας.

-Έχεις νιώσει ερωτευμένος;

Ναι.   

-Πώς ορίζεις την ευτυχία;

Να ζω μια στιγμή απόλυτα, χωρίς να την αναλύω στο κεφάλι μου τη στιγμή που συμβαίνει.

-Τι άνθρωπος είναι ο Χρήστος Μασσαλάς;

Είναι ένα κλισέ ρομαντικού καλλιτέχνη. Ή μάλλον η επαλήθευση του κλισέ.

-Αν μπορούσες να γυρίσεις τον χρόνο πίσω υπάρχει κάτι που θα άλλαζες;

Μπα, δεν νομίζω.

-Πώς φαντάζεσαι την τελευταία μέρα σου στη γη;

Δεν έχω ιδέα. Ελπίζω απλώς το ποτήρι να φαίνεται τουλάχιστον μισογεμάτο.

-Τα όνειρά σου για το μέλλον;

 Ζωή στο πλατό και ζωή έξω από το πλατό.

-Τι συμβουλή θα έδινες σε έναν νέο άνθρωπο για να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα; 

Ό,τι συμβουλή και να δώσεις, ο καθένας θα κάνει αυτό που είναι να κάνει. Εγώ δεν έπαιρνα από συμβουλές.

-Τι σου έρχεται στο μυαλό όταν λες το όνομα Χρήστος Μασσαλάς;

Σίγουρα όχι ο Γιώργος Λάνθιμος.

-Χρήστο σε ευχαριστώ για την επικοινωνία μας.

Και εγώ σε ευχαριστώ.

Αποτυχημένος φοιτητής Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποτυχημένος φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Ερασιτέχνης ραδιοφωνικός παραγωγός και αρθρογράφος. Συλλέκτης βινυλίων, κόμικς και βιβλίων. Λάτρης της ινδικής κουζίνας και του κόκκινου κρασιού. Με το γράψιμο έχω μια ιδιαίτερη σχέση. Όταν γράφω θέλω η σκέψη που ξεκινάει από εμένα να ολοκληρώνεται από τον αναγνώστη...