Γιάννης Ξανθούλης: «Η Μαρινέλλα κουβαλά ένα βάρος που αγγίζει τα όρια του θρύλου»

Ο Γιάννης Ξανθούλης αποτελεί μια ξεχωριστή φυσιογνωμία στην νεοελληνική λογοτεχνία. Μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Η γραφή του χαρακτηρίζεται από την λεπτομερή δόμηση και εμβάθυνση των χαρακτήρων που πλέκει αλλά και από την ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ του. Αυτή τη φορά αναμετράται με κάτι ξεχωριστό. Να κεντήσει τη βιογραφία της Μαρινέλλας. Όπως λέει ο ίδιος, «η βιογραφία της είναι προϊόν τριάντα πέντε μεσημεριανών συμποσίων». Με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου: «Μαρινέλλα – Οι Νύχτες που έγιναν Μεσημέρια» από τις εκδόσεις Διόπτρα, συνομιλώ μαζί του για το yourearticles.

-Γεννηθήκατε στην Αλεξανδρούπολη. Ποιες είναι οι μνήμες της παιδικής σας ηλικίας;

Οι βυσσινιές και οι δαμασκηνιές που αφθονούσαν στην αυλή μας, η μανία μου να ανεβάζω παραστάσεις με τα παιδιά της γειτονιάς και τα παιχνίδια στο δρόμο.

-Η πιο ισχυρή ανάμνηση που κουβαλάτε ως σήμερα;

Η θλίψη κάποιων λασπωμένων απογευμάτων.

-Σας κέρδισε το γράψιμο και από νωρίς ασχοληθήκατε με τη δημοσιογραφία. Τι σήμαινε για σας;

Έγραφα πάντα. Έτσι με θυμάμαι. Η δημοσιογραφία ήταν ένα ισχυρό μέσο να έρθω κοντά σε ό, τι με ενδιέφερε, να γνωρίσω ανθρώπους.

-Παράλληλα με τη δημοσιογραφία ασχοληθήκατε με τη συγγραφή βιβλίων και θεατρικών έργων. Ήταν ένας άλλος κόσμος η συγγραφή; Άνοιγε διαφορετικά παράθυρα;

Για αρκετά χρόνια με απασχολούσε το θέατρο. Η αμεσότητά του, η αφοσίωση των θεατρίνων, η συλλογικότητά του. Από το 1989 απομακρύνθηκα συνειδητά.

-Το πρώτο σας μυθιστόρημα, «Ο Μεγάλος Θανατικός» κυκλοφόρησε το 1982. Πώς το αναλογίζεστε 41 χρόνια μετά;

Απορώ πόσο κέφι είχα χωρίς να σκέφτομαι την επικίνδυνη λέξη «επιτυχία».

-Αν μπορούσατε να γυρίσετε τον χρόνο πίσω και να συναντήσετε τον τότε εαυτό σας τι θα του λέγατε;

«Μην τα παίρνεις τόσο κατάκαρδα».

-Έχετε γράψει θεατρικά έργα για παιδιά. Τι δυσκολίες έχει να αντιμετωπίσει σε αυτό το είδος ο εκάστοτε δημιουργός; Είναι δύσκολο κοινό τα παιδιά;

Το «παιδικό» είναι δύσκολο είδος γιατί πρέπει να βρεις τη χρυσή τομή επικοινωνίας με τους μικρούς θεατές.

-Υπάρχει κάποιο από τα έργα σας που το θεωρείται λίγο πιο κοντά στη καρδιά σας;

Όλα τα έγραφα από… καρδιάς, ακόμη κι εκείνα που δεν παίχτηκαν ποτέ.

-Πώς κρίνετε το αναγνωστικό κοινό σήμερα;

Ανάλογα με το δημογραφικό μας πρόβλημα, ικανοποιητικά περίεργο. Μιλάμε για εκατό χιλιάδες νεοέλληνες που τους αφορά η υποτιθέμενη πνευματική δημιουργία. Σε όλους τους τομείς. Ίσως και να υπερβάλλω στον αριθμό.

-Οι νεότερες γενιές αγαπούν το διάβασμα;

Μόνο η μειονότητα των εξαιρέσεων…

-Από που αντλείτε έμπνευση;

Όλα τα έγραφα από… καρδιάς, ακόμη κι εκείνα που δεν παίχτηκαν ποτέ.

-Πρώτα ζείτε και μετά γράφετε;

Για μένα το γράψιμο είναι κανονική δουλειά «οκτάωρου». Αστειεύομαι. Πάνω από τρεις ώρες αδυνατώ να γράφω. Η ζωή μου κύλησε, και συνεχίζει, παράλληλα με το γράψιμο.

-Οι συγγραφείς που σας συγκλόνισαν όταν τους διαβάσατε για πρώτη φορά;

Οι κλασσικοί και μέσα σε αυτούς βάζω φυσικά και τον Καζαντζάκη. Όταν πρωτοδιάβασα το «Τρίτο Στεφάνι» επίσης ήταν ένα μεγάλο ξάφνιασμα.

-Αν είχατε τη δυνατότητα να συναντήσετε κάποιον εξ’ αυτών, ποιος θα επιθυμούσατε να είναι;

Κανένας. Οι συγγραφείς στην πλειονότητά τους είναι πληκτικοί και εγωκεντρικοί.

-Πώς ήταν η συνεργασία με τον Λάκη Λαζόπουλο;

Πριν από σαράντα χρόνια υπήρξαμε νέοι και τολμηροί σε βαθμό θράσους όπως απαιτούσε το σατυρικό είδος που υπηρετούσαμε τότε.

-Το «Ύστερα Ήρθαν Οι Μέλισσες» και το «Ταγκό Των Χριστουγέννων» διασκευάστηκαν για την τηλεόραση και το σινεμά αντίστοιχα. Μείνατε ικανοποιημένος από τις διασκευές; Μπορεί η διασκευή να χαντακώσει ένα βιβλίο;

Κανένας συγγραφέας δεν μένει απόλυτα ικανοποιημένος με ό,τι κάνει ο σκηνοθέτης στο βιβλίο του. Συμβιβάζεται όμως γιατί η εικονοποίηση έχει άλλους κανόνες και γενικά το παίζεις κορώνα-γράμματα.

-Στο «Ύστερα Ήρθαν Οι Μέλισσες» πρωταγωνίστησε η Μαρινέλλα, με την οποία σας ενώνουν αρκετά χρόνια φιλίας. Νομίζω πως δεν υπήρχε κάποια άλλη καταλληλότερη για να ερμηνεύσει την Μαρίκα Σουέζ.

Η Μαρινέλλα κουβαλά ένα βάρος που αγγίζει τα όρια του θρύλου. Πιστεύω πως ιδανική Σουέζ θα ήταν η Χρυσούλα Διαβάτη, μια πραγματικά σπουδαία ηθοποιός.

-Ποια στοιχεία της θαυμάσατε κατά τη προσέγγιση που έκανε στην ηρωίδα σας;

Η Μαρινέλλα ήταν γνώστης των θεατρικών μπουλουκιών οπότε δεν την ξένισαν τα τεκταινόμενα σε έναν τέτοιο θίασο. Νομίζω πως έδωσε παραπάνω κύρος απ’ όσο άξιζε ο ρόλος.

-Και κάπως έτσι, ο συνδετικός κρίκος με τη Μαρινέλλα έφτασε στο σήμερα. Πρόσφατα, κυκλοφόρησε η βιογραφία της με τον τίτλο: «Οι Νύχτες Που Έγιναν Μεσημέρια» από τις εκδόσεις Διόπτρα. Πώς πήρατε την απόφαση για να την υλοποιήσετε;

Ξεκινήσαμε να συζητάμε από το 2021. Κάναμε ένα μεγάλο διάλειμμα και συνεχίσαμε τον Γενάρη του 2023 ως το τέλος Ιουνίου. Η βιογραφία της είναι τελικά προϊόν τριάντα πέντε μεσημεριανών «συμποσίων». Δυσκολεύτηκα όμως γιατί έπρεπε να την εντάξω στη λογική μου κα να γίνει ηρωίδα μου.

-Η Μαρινέλλα είναι ένας ζωντανός θρύλος για το κοινό μα για εσάς ένας δικός σας άνθρωπος με νίκες και ήττες όπως όλοι. Ήταν ρίσκο από τη μία να πρέπει να καταγράψετε τα ύψη και από την άλλη τα βάθη της ως καλλιτέχνη αλλά και ως άνθρωπο;

Από τη στιγμή που ξεκίνησα να την αντιμετωπίζω σαν ηρωίδα βιβλίου μου όλα κύλησαν ομαλά. Και όταν γελούσαμε και όταν μας βάραινε η συγκίνηση. Κάποτε κάποιος άλλος θα γράψει με μεγαλύτερη συνέπεια τη βιογραφία της.

-Υπήρξε στιγμή που να νιώσατε ότι η Μαρινέλλα ήταν έντονα φορτισμένη συναισθηματικά; Ότι καταγράψατε ένα οριακό σημείο για τη ζωή της;

Όταν τελείωσε το βιβλίο κατάλαβα πως είχα να κάνω με μια «υβριδική» βιογραφία με το δικό μου στυλ.

-Θεωρείτε ότι περιορίστηκε όσον αφορά το ρεπερτόριο της; Μπορούσε να κάνει κάποια παραπάνω ανοίγματα;

Η Μαρινέλλα είναι πολλά σύμπαντα. Το ρεπερτόριό της με ενδιέφερε ελάχιστα γιατί η ίδια είναι πάνω από αυτό.

-Αδιαμφισβήτητα είναι η ερμηνεύτρια με την πιο έντονη θεατρικότητα επάνω στη σκηνή. Πώς την κρίνετε καλλιτεχνικά;

Θα μπορούσε να κάνει τα πάντα. Είναι ένας χαμαιλέων που γίνεται θεατρίνα, τραγουδίστρια και πολλά άλλα. Στο παραπέντε θα έπαιζε την «Κάρμεν» σε σκηνοθεσία Βολανάκη και θα αντικαθιστούσε τη Μελίνα στην «Όπερα της Πεντάρας» με σκηνοθέτη βέβαια του Ντασσέν. Κρίμα που δεν έγιναν.

-Τι αίσθηση σας προκαλεί η σημερινή ελληνική κοινωνία;

Είμαι εκτός εποχής, γενικά. Δε με ενδιαφέρουν τα περισσότερα πράγματα που άλλοι δοξολογούν. Σιχαίνομαι τον τουρισμό, την τεχνολογία, τη δήθεν «ελευθερία» που ευαγγελίζονται άνθρωποι, που δε βλέπουν πίσω από τη μύτη τους. Όσο για την «ελληνική κοινωνία» πέρα από την ξιπασμένη αγωνία να δείξει «προοδευτική» νομίζω ότι είναι πανικόβλητη κι απελπισμένη.

-Πιστεύετε στον Θεό;

Πιστεύω στον Άη Βασίλη και στους καλικάντζαρους.

-Το καταφύγιο σας;

Καταφύγιο είναι τα βιβλία που διαβάζω και το σπίτι μου.

-Ο μεγάλος σας φόβος;

Δεν έχω πια μεγάλο φόβο. Μόνο μικρούς.

-Τι άνθρωπος είναι ο Γιάννης Ξανθούλης;

Ο Γιάννης Ξανθούλης είναι σταθερά έκπληκτος που επιζεί.

-Τα όνειρά σας για το μέλλον;

Ονειρεύομαι το μεγαλείο των μικρών πραγμάτων. Ας πούμε, μια σωστή κοπριά για τα φυτά μου… Κάτι τέτοια…

Μαρινέλλα – Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια

«Θα έπρεπε να γράψετε ένα βιβλίο για τη μαμά». Κουβέντα από την Τζωρτίνα στα γενέθλια της Μαρινέλλας, πριν από χρόνια.

Το άκουσα, το ξέχασα. Δεν το πήρα αψήφιστα, αλλά ήξερα πως είμαι ακατάλληλος για βιογράφος, εξαιτίας του ύφους που γράφω. Καλώς ή κακώς.

Από αλλού ξεκινώ και αλλού βρίσκομαι, παρεμβαίνει το θυμικό μου, νευριάζω με τους ήρωές μου, κάνω αυτά που κάνω, ώστε να μη συμπεριλαμβάνομαι στους τρέχοντες κολοσσούς της λογοτεχνίας.
Δεν παραληρώ για τα αποδεκτά «πολιτικώς ορθά» και de facto απυρόβλητα μείζονα θέματα.

Με τέτοιον χαρακτήρα πώς να αναλάβω μια Μαρινέλλα, με την οποία ναι μεν μας συνδέουν μερικές ενδιαφέρουσες δεκαετίες, αλλά δεν θα μου προέκυπταν φωτοστέφανα και θαυμαστικές κορόνες για τον μελωδικό κόσμο της νύχτας.

«Ξέρετε, εγώ…». Έφερνα αντιρρήσεις, ξέροντας τον χαρακτήρα μου. Η άλλη πλευρά επέμενε: «Κάνετε λάθος…». «Μα είμαι ολόκληρος ένα κινούμενο λάθος», απαντούσα. Τελικά, ο βιογράφος «εάλω»
«Εσύ με ξέρεις» ― η Μαρινέλλα.
«Εγώ σ’ αγαπώ, αλλά φοβάμαι ότι εσύ δεν με ξέρεις», απαντούσα.

Τσούλησε ένα διάστημα με «σε ξέρω», «δεν με ξέρεις», ώσπου να το πάρουμε απόφαση και να ξεκινήσουν τα μεσημεριανά συμπόσια εις μνήμην του Πλάτωνα και άλλων συγγενών ανάλογων συμποσιακών εμπειριών.

Έτσι προχωρήσαμε, φωτίζοντας με μεσημβρινό φως νύχτες ή και μέρες μιας ζωής από χώμα, φωνή, έρωτα, μόχθο και πολλή αγάπη. Κι έγινε ένα βιβλίο που, χωρίς να είναι a priori βιογραφία, άρχισε να μοιάζει με μυθιστόρημα δικό μου.

Γ. Ξ.

Συνέντευξη στον Χρήστο Ηλιόπουλο

Γιάννης Ξανθούλης – Βιογραφικό: εδώ

Οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από παλαιότερη συνέντευξη στο news247.gr: εδώ

Διαβάστε ακόμα περισσότερες απόψεις για βιβλία και συνεντεύξεις συγγραφέων: εδώ

Αποτυχημένος φοιτητής Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποτυχημένος φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Ερασιτέχνης ραδιοφωνικός παραγωγός και αρθρογράφος. Συλλέκτης βινυλίων, κόμικς και βιβλίων. Λάτρης της ινδικής κουζίνας και του κόκκινου κρασιού. Με το γράψιμο έχω μια ιδιαίτερη σχέση. Όταν γράφω θέλω η σκέψη που ξεκινάει από εμένα να ολοκληρώνεται από τον αναγνώστη...