Χαριτίνη Ξύδη: «Γράφω από πλεόνασμα πόνου, εκεί εντοπίζεται η έκρηξη του κοσμογονικού γεγονότος, της πράξης της ποίησης»

Η Χαριτίνη Ξύδη είναι ένας ποταμός λέξεων, σκέψεων και συναισθημάτων. Βουτάς μέσα στα νερό και ταξιδεύεις, γνωρίζοντας τόπους και συναντώντας μέρη που την καθόρισαν. Από το παρελθόν και το παρόν της. Η ίδια γεννήθηκε στο Βόλο και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία αλλά στράφηκε στη συγγραφή, έχοντας γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα και ποιητικές συλλογές. Σήμερα, τη φιλοξενώ στο yourearticles.

-Γεννήθηκες στο Βόλο. Πως σχηματίστηκε ο καμβάς των παιδικών σου χρόνων;

Τρυφερά, με πολλή αγάπη και θαλπωρή, από το στενό οικογενειακό και ευρύτερο συγγενικό περιβάλλον. Με πολλές βόλτες, πολύ Πήλιο και Αιγαίο, ειδικότερα, Χορευτό, όπου πέρναγα, όλα τα παιδικά καλοκαίρια και τα καλοκαίρια της εφηβείας μου. Έχω φιλίες, από το σχολείο, βαθιές, δυνατές, αξεθώριαστες, που διατηρούν, μέσα στα χρόνια, ακέραια τη φλόγα και το ύψος τους, εντός μου. Την ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη λατρεύω, το τοπίο της είναι εξαίσια μοναδικό. Οι άνθρωποί της, ωστόσο, η νοοτροπία και η επαρχιώτικη ιδιοσυγκρασία τους, με έδιωξαν από εκεί, καθώς, δεν υπάρχει τίποτε κοινό μεταξύ μας, καμία τομή. Αντιθέτως, έμεινα εκτός, και παραμένω.

-Υπάρχει κάποια ανάμνηση που έχει παραμείνει ανεξίτηλη στο νου;

Η Σκάλα του Μιλάνου, στην πλατεία του Αγίου Νικολάου. Όποιος πέρασε κάποτε, έστω και μια φορά, από τη Σκάλα, σκάλωσε για πάντα. Η Φαρίντα, ένα «πολιτιστικό κέντρο», όπως συνήθιζε να αποκαλεί τα σκυλάδικα αργότερα ένας υπουργός του ΠΑΣΟΚ. Βρισκόταν λίγο πριν είσοδο της πόλης, στη νότια πλευρά της, πίσω από πυκνές καλαμιές. Ξενύχτια, ποτά, τσιγάρα, καψούρες, τα μεγαλύτερα σουξέ, τα πιάτα και τα γαρύφαλλα στην πίστα έφταναν μέχρι το ταβάνι και το ουίσκυ έρρεε σε ποτάμια, νύχτες που υπέγραψαν με κόκκινο μελάνι τα πιο μεγάλα κεφάλαια του βίου μας. Η βόλτα με τα ποδήλατα, σε ολόκληρο τον νομό Μαγνησίας και το ψάρεμα στον Παγασητικό.

-Σπούδασες ιστορία και αρχαιολογία. Τι εισέπραξες από το κομμάτι των σπουδών;

Την ενήλικη γλώσσα (μου) της ποίησης, τη μετέφερα, τρόπον τινά, και στην Αρχαιολογία, ή μπορεί και να την βρήκα ήδη εκεί, να με περιμένει στωικά, για να κατοικήσει τα ποιητικά μου γεγονότα. Έπειτα, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να τα συνδυάσω, επειδή αποτελούν τους δύο βασικότερους άξονες, ουσιαστικά τη σπονδυλική στήλη, ολόκληρης της ύπαρξής μου, τους οποίους λατρεύω εξίσου. Η ποιητική της ανασκαφής, όπως μοναδικά το έχει πει και συγγράψει, στο ομώνυμο βιβλίο του, ο εκλιπών, πλέον, και σπουδαίος καθηγητής μου, Γιάννης Σακελλαράκης. Ο ανασκαφέας όπως και ο ποιητής δεν αρκείται στην επιφάνεια, αλλά διεισδύει, με τη σκαπάνη του, σε άπασα την επαλληλία των ανθρώπινων στρωμάτων. Η μεταφορά, από την ύλη (εύρημα, χρόνος, τόπος) στο άυλο αισθητικό σύμπαν (μνήμη, αισθήματα, ιστορία, ποίηση εν τέλει) είναι η πιο συναρπαστική τέχνη του βίου και του εαυτού μου.

-Ο λόγος που στράφηκες στη συγγραφή;

Τον περιγράφω στο οπισθόφυλλο του πιο πρόσφατου βιβλίου μου «Θηρία ανήμερα», το οποίο κυκλοφορεί, από τις εκδόσεις Μετρονόμος, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2024. Ο λόγος για τον οποίο έγινα συγγραφέας είναι τα ψηλά τακούνια που πάντοτε φορώ και την ισορροπία πάνω τους καθώς και τη μύηση στην «ιδεολογία» τους μου τη δίδαξε η θεία μου η Σοφία, μία από τις μεγαλύτερες αδελφές της μητέρας μου. Το βράδυ που γλίστρησα εξαιτίας τους και έπεσα από τα ανεμοδαρμένα τους ύψη έπαθα διάστρεμμα πατώντας ένα γαρύφαλλο σε σκυλάδικο της Λάρισας· αναγκάστηκα να παραμείνω ολόκληρο εικοσάλεπτο οκλαδόν στο δάπεδο της πίστας, ανάμεσα σε ζαλισμένους πότες, σπασμένα πιάτα και λιμνούλες από χυμένες σαμπάνιες. Στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να σηκωθώ κατάλαβα πως η ζωή από την αρχή ως το φινάλε είναι ένας ανυποχώρητος αγώνας σε ρινγκ.

-Τι είδους κοσμογονία ξεσπάει όταν βρίσκεσαι πάνω από μια λευκή κόλλα χαρτί και με ένα μολύβι στο χέρι;

Μιλώντας μόνο για μένα θα πω πως γράφω από πλεόνασμα πόνου, εκεί εντοπίζεται η έκρηξη του κοσμογονικού γεγονότος, της πράξης της ποίησης. Αίσθημα βαθύ, βαρύ σαν τον υδράργυρο, οδύνη, που πρέπει, πάση θυσία να βγει από μέσα μου και στο φως. Κάθε στίχος είναι και ένας χτύπος της καρδιάς μου. Γράφω, σβήνω, ξαναγράφω, πετάω στον κάλαθο των αχρήστων, στον δρόμο. Στους μπλε κάδους, της Πατησίων, υπάρχουν άπειρα σχισμένα χαρτιά με ποιήματά μου. Ποιήματα γραμμένα με διαφορετικά μολύβια, στυλό, με μουντζούρες, με διαγραφές, στίχοι με τραύματα και βαθύτερες πληγές, με γάζες και ιώδιο, στίχοι-κατάγματα σε γύψο, στίχοι-εγκαύματα, δεμένοι με επιδέσμους. Δεν λυπούμαι ποτέ, για τίποτε, για κανέναν από αυτούς. Μόνο ματώνω.

-Λειτουργείς με έμπνευση ή απλά κάθεσαι και όλα αρχίζουν να ρέουν στο χαρτί;

Δεν θα έλεγα πως λειτουργώ με την έμπνευση. Θα πω όμως το εξής: σε πολλές περιπτώσεις, τα ποιήματα έρχονται και σε βρίσκουν ανυπεράσπιστα, άστεγα και ανέστια. Σε ψάχνουν γιατί επιθυμούν να αναλάβεις το ρόλο του προστάτη τους, από μια εποχή, από μια δίωξή τους, από αρνητικά συναισθήματα, από την μέγγενη που τα έχει καταδικάσει και καθηλώσει σε μια «φυλακή». Εάν συμβαίνει έτσι, το ποίημα σχεδόν προσκρούει επάνω σου αναζητώντας την λύτρωσή του. Λαχταρά να το αποδεσμεύσεις από όλα τα παραπάνω, να βγει στον αέρα, στο φως του ήλιου, να του δώσεις ανάσα, οξυγόνο, για να μη μείνει στριμωγμένο και εν ασφυξία αποπνιγμένο. Με άλλα λόγια, εσύ γίνεσαι το υποκείμενο που ελευθερώνει και λυτρώνει το αντικείμενο-ποίημα. Στην δεύτερη περίπτωση, κατά την οποία εμείς είμαστε εκείνοι που το επιλέγουμε, ισχύει το ίδιο, αλλά αντιστρόφως. Δηλαδή, το αντικείμενο είμαστε εμείς και το ποίημα-υποκείμενο γίνεται ο ελευθερωτής και ο σωτήρας μας. Δεν ξεχνώ, βέβαια, και τις περιπτώσεις «σύλληψης», οι οποίες δεν αξιώθηκαν ποτέ να γίνουν ποιήματα, είτε γιατί τις μετρήσαμε λάθος, είτε επειδή προσβλήθηκαν από διαφόρων ειδών δηλητηριώδεις ιούς, είτε επειδή ο γράφων έτυχε να τα συνδυάσει με ένα καταλυτικό επεισόδιο μνήμης. Μου έχει συμβεί. Άφησα το ποίημα στην άκρη, γιατί ήταν πυρκαγιά. Δεν το άγγιξα ποτέ ξανά επειδή μου έκαψε τα χέρια. Έγινε κάποτε στάχτη, την έριξα στο πέλαγος. Είναι ένα άλλο είδος «άμβλωσης» αυτό.

-Σταθερά θέματα του έργου σου είναι ο έρωτας, το φως και το σκοτάδι των ανθρώπων αλλά και τα λαϊκά τραγούδια που ενδεχομένως αποκωδικοποιούν με λυρικό τρόπο τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Πως αναμειγνύονται μέσα σου και τι παράγουν τα θέματα αυτά;

Ο ερωτικός πόνος, ο πόνος της απόρριψης, της απώλειας του ερωτικού αντικειμένου, της εγκατάλειψης, του ανεκπλήρωτου, είναι το σημείο τομής των ποιημάτων αυτών και των λαϊκών τραγουδιών. Προσωπικά, γράφω δεινότερα, όντας καταμεσής αυτού του κυκεώνα της ψυχικής οδύνης, που εκπορεύεται από τον ερωτικό πόνο, αλλά πιστεύω, ακόμα περισσότερο πως, έξω από αυτόν, δεν γράφω καθόλου. Τουλάχιστον, η προσωπική πείρα, αυτό μου έχει δείξει και, σε ένα βαθμό, μπορώ να το ισχυριστώ ως βεβαιότητα. Η γραφή, δεν μας συμπληρώνει, ούτε μας καλύπτει συναισθηματικώς, η γραφή καλλιεργεί ή θεραπεύει, κάποτε, μας εξαγνίζει. Όμως, όλοι, πολύ καλά γνωρίζουμε πως, δεν αρκεί αυτό. Η ύπαρξη και τα αισθήματα, είναι πάνω από όλα. Γι’ αυτό και όταν τα ζούμε με τον άνθρωπό μας, η γραφή, είτε δεν είναι τόσο αναγκαία, είτε λαμβάνει διαφορετική διάσταση. Πάντως, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι τόσο βαρύνουσα, όσο όταν έχουμε πονέσει, ή θρηνούμε για κάτι οριστικά χαμένο.

-Τι σημαίνει για σένα ο έρωτας;

Είναι αγών ο έρωτας. Αγών επικρατήσεως, όπως έγραψε ο Τσαρούχης.

-Πώς λειτουργείς όταν βρίσκεσαι υπό το καθεστώς του; Τον φοβάσαι ή παραδίνεσαι;

Δεν έχει νόημα να φοβάσαι, και το κατάλαβα πολύ νωρίς. Αντιθέτως, «παλεύω» πολύ τους ανθρώπους, με τους οποίους είμαι ερωτευμένη και θέλω να βρίσκομαι στο πλάι τους. Με τη σφοδρότητα που τους αξίζει. Του παραδίνομαι, επομένως, εν μέρει, αλλά, δεν γίνομαι έρμαιο και σκλάβα του. Προτιμώ να κρατώ τον έλεγχο, μέσω της λογικής και της περηφάνιας μου, παρότι αγαπώ πολύ, θυελλωδώς, οριστικά και τελεσίδικα.

-Μετράς είκοσι χρόνια ως λογοτέχνης. Κύλησαν όμορφα;

Κύλησαν και μαγικά, και δύσκολα, με σκοπέλους και συμπληγάδες, με απογοητεύσεις, αλλά και κορυφές και άπειρες χαρές, όπως περίπου κυλάει και η ζωή μας. Δεν αποσπώ τη συγγραφική διαδρομή μου, από τη διαδρομή του βίου μου. Είναι συμπαγές, αρραγές και αδιαίρετο, ένα.

-Στα χρόνια αυτά, κυκλοφόρησες μυθιστορήματα, διηγήματα και ποιητικές συλλογές. Σε ποιο είδος κινείσαι με μεγαλύτερη δεινότητα;

Αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ, ούτε θα επιθυμούσα, να το απαντήσω εγώ. Ας μιλήσουν οι αναγνώστες μου. Ας πούμε πως, κινούμαι με μεγαλύτερη ευελιξία στα κείμενα μικρής φόρμας, είτε αυτά είναι ποιητικά, είτε πεζά και πρόζα.

-Το 2005 δημοσιεύτηκε το πρώτο σου λογοτεχνικό παιδί, το C-Minor, Ένα Αιρετικό Ρομάντζο. Πως το αντιλαμβάνεσαι σήμερα;

Από τις εκδόσεις Ιωλκός. Με την τωρινή ματιά μου, θα μπορούσε να έχει γραφτεί κάπως αλλιώς. Ήταν πρωτόλειο, και με μια διακειμενικότητα, που δεν θα επέλεγα σήμερα. Ίσως, τότε, στο ξεκίνημά μου, να αποτελούσε μια δικλείδα ασφαλείας. Δεν λησμονώ πως, το 2005, ήμουν 20 χρόνια μικρότερη, άρα, μιλάμε για διαφορετικά διδάγματα κοινής πείρας, διαφορετική ματιά, εικόνες, άλλες αντοχές και ερείσματα. Εντούτοις, δεν γυρίζω πίσω και αυτό αποτελεί κάτι που έχω η ίδια νομοθετήσει για τον συγγραφικό μου εαυτό. Αυτό έγραψα, το 2005, αυτό παρέδωσα στο αναγνωστικό κοινό· το αγαπώ, το συμπονώ, το χωράω, όπως ακριβώς το έγραψα. Δεν θα το αποκήρυττα, δεν θα το τροποποιούσα, παρά τα λάθη, τα ατοπήματα και τα «αμαρτήματά» του.

-Τον Νοέμβριο του 2023 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων με τίτλο Σινέ Ρόζα, Το Σινεμά Τριαντάφυλλο, από τις εκδόσεις Οδός Πανός. Πως γεννήθηκε αυτή η κατάθεση;

Υπάρχει στην εποχή και την περιρρέουσα, παράλληλα με τη γενικότερη ημιμάθεια και την ολισθηρή επιφάνεια των επιφαινομένων, ένας ιδιότυπος αναλφαβητισμός, σχετικός με τα αισθήματα. Οι άνθρωποι δείχνουν και είναι πιο φοβισμένοι και πιο περιφερειακοί από ποτέ. Τους βολεύει περισσότερο, ή μοιάζει πιο εύκολο, να λειτουργούν ως πολέμιοι του βάθους, της έκφρασης, της αλήθειας, της συγκεκριμένης απεύθυνσης. Η μετατόπιση του κέντρου βάρους, αναφορικά με τα θέματα της καρδιάς, επηρεάζει όλους τους τομείς της ζωής και κατ’ επέκτασιν της κοινωνίας, της πίστης, της πολιτικής, κ.λπ. Τρομάζει το βάθος, το δέσιμο, το μαζί και το κοντά. Όλο και πυκνότερα, σχετιζόμαστε με σάιμπερ εικόνες, επικοινωνία, επαφή. Αποφεύγουμε το πραγματικό πρόσωπο, τη σάρκα, το δέρμα, τους πόρους, τη γύμνια των κορμιών και τις εκκρίσεις τους. Είναι ένα άλλο είδος, τρομακτικό και θηριώδες, είδος ανασφάλειας που εκκολάπτεται στους καιρούς μας. Σε έναν τέτοιο κόσμο, που έχει κατακλυστεί από το λίγο, το ρηχό, τη μικρότητα, τον διογκωμένο φόβο, διαρκώς απομακρυνόμενο από τις ανθρώπινες ιδιότητες, η Ρόζα έρχεται για να αποκαταστήσει, στο μέτρο του εφικτού και δυνατού, μέσω της λογοτεχνίας, την πραγματική διάσταση της ευαισθησίας, της αλληλεγγύης, της συμπόνιας, μέσα σε δύσκολες συνθήκες, πριν το απάνθρωπο μας διαλύσει. Γιατί, πιθανώς οι συνθήκες και τα δεδομένα, να μη φτιάξουν ποτέ. Πιστεύω πως όλα εκκινούν από τα αισθήματα και όλα εκεί καταλήγουν. Η Ρόζα, είναι ένα προσωπικό ξόρκι, μήπως και μπορέσω να ξαναγυρίσω τον χρόνο πίσω και να αλλάξω κάποια γεγονότα. Τώρα, εάν θα πιάσει αυτό το ξόρκι, δεν το γνωρίζω, θα μου το αποκαλύψουν οι αναγνώστες. Και επειδή κάποτε ο έρωτας είναι και αρρώστια και ατύχημα, και δυστυχία και ευτυχία μαζί, και πένθος, η Ρόζα έρχεται ως θεραπεία, γιατρειά, περίθαλψη, εξιλασμός, συγχώρεση και συμπόνια, γιατί είναι ζων οργανισμός, με ανάσα, καρδιά και χτύπο. Ήρθε για να δώσει καινούρια λάμψη σε ένα αρχαίο μετάξι.

-Παραφράζοντας το ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου, πιστεύεις ότι σήμερα δεν είναι εποχή για ποίηση και άλλα παρόμοια;

Η ποίηση είναι μία, άυλη, έμψυχη και ένθεη, και στέκεται στην κορυφή, να μην την μπερδεύουμε με άλλα, παρόμοια, λοιπόν. Η ποίηση, λειτουργεί ανεξαρτήτως εποχής, χρόνου και χώρου, όσο και αν γεννιέται μέσα σε μια συγκεκριμένη εποχή, υπό τις συνθήκες και τα πρόσωπά της. Όσο και αν δείχνει να είναι απότοκό τους. Γιατί διαθέτει αυτή την αστρική ενέργεια και δύναμη, να αυτονομείται και να ιερουργεί πάνω από όλα και υπέρ πάντων.

-Παρατηρείς ότι έχει χαθεί η μαγεία στη πραγματική ζωή; Ότι όλα λειτουργούν με μια fast food λογική τύπου ζήσε γρήγορα, νιώσε γρήγορα;

Ασφαλώς, το παρατηρώ και το παρακολουθώ. Επειδή βρίσκομαι στον αντίποδά του, όμως, με απασχολεί, μόνο σε στατιστικό και «ακαδημαϊκό» επίπεδο, εννοώντας και απογράφοντάς το ως σύμπτωμα μιας, ούτως ή άλλως, πάσχουσας εποχής, από το λίγο, το επιδερμικό, το φοβισμένο και το μικρό. Με τις αναμενόμενες συνέπειες, στον ανθρώπινο ψυχοσυναισθηματισμό, οι οποίες, δεν είναι, βεβαίως, αμελητέες. Οι περισσότεροι άνθρωποι, σήμερα, δεν απολαμβάνουν την ύπαρξή τους. Αντιθέτως, ζορίζονται πολύ για να ζήσουν ζωές ζώσες. Ευτυχώς, βρίσκομαι, ψυχή τε και σώματι, και πνεύματι, έξω από τον συμβιβασμένο και νοσηρό αυτόν εγκλωβισμό.

-Συνάντησες δυσκολίες στα πρώτα σου βήματα δεδομένης της κατάστασης των εκδόσεων;

Όχι σημαντικές και αξιοσημείωτες δυσκολίες, ομολογώ. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξαν κάποιες απογοητεύσεις, στην αρχή της λογοτεχνικής μου διαδρομής, που δεν με αποσυντόνισαν, ωστόσο, γιατί γνώριζα, πολύ καλά, ποια είμαι και τι ακριβώς ήθελα να κάνω, και πώς ήθελα να προχωρήσω. Ήμουν σίγουρη, για το όραμά μου και τους στόχους μου, και τα υπηρετούσα, με όλη μου την καρδιά. Πράγμα, που εξακολουθώ να κάνω.

-Τι δυσκολίες έχει να συναντήσει ένας ανερχόμενος δημιουργός που επιθυμεί να επικοινωνήσει το έργο του;

Ήταν διαφορετική η εκδοτική εποχή, τότε, που πρωτοξεκίνησα εγώ. Συνεπώς, δεν μπορώ να γνωρίζω, και από τη θέση που βρίσκομαι, τώρα. Δηλαδή, μετρώντας ήδη 14 βιβλία, τι ακριβώς ισχύει για έναν πρωτοεμφανιζόμενο, ή ανερχόμενο δημιουργό. Ακούω πως, τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα, καθώς το εκδοτικό καθεστώς, στην Ελλάδα, δεν τίθεται στο πλευρό του δημιουργού. Λίγοι εκδότες, πλέον, είναι περισσότερο εκδότες και λιγότερο έμποροι. Κάτι που με λυπεί βαθιά. Γι’ αυτό και επέλεξα και κατέληξα, μετά από αρκετές συνεργασίες, στους συγκεκριμένους εκδότες μου. Τον ποιητή Γιώργο Χρονά, των ιστορικών εκδόσεων Οδός Πανός, και τον Θανάση Συλιβό, των σπουδαίων εκδόσεων Μετρονόμος. Ξεχωριστή μνεία θα ήθελα να κάνω στον αγαπημένο εκλιπόντα, Σάμη Γαβριηλίδη, των εκδόσεων Γαβριηλίδης, που δεν υφίστανται, πλέον, με τον οποίο, είχα την τιμή, τη χαρά και την τύχη, να συνεργαστώ, δύο φορές, κατά το παρελθόν. (Τα όνειρα καπνίζουν, ποιήματα, 2008, και τα Ενοικιαζόμενα, διηγήματα, 2015. Εξαντλημένα, αμφότερα.)

-Πώς κρίνεις την επαφή των νέων με το διάβασμα;

Ως επί το πλείστον, ελλιπή, ανεπαρκή και επιδερμική. Σε αυτό διευκολύνουν οι προσλαμβάνουσες, όπως ανέφερα, πιο πάνω, μιας εποχής η οποία έχει φουλάρει από ανασφάλειες, φόβους, φαστ-φουντ νοοτροπίες, όπως ορθώς επισημάνατε, και καθόλου βάθος, καθόλου αίσθημα, καθόλου διεκδικήσεις και αγώνα. Κατακλύζεται, από το λίγο, το μικρό, το εφήμερο, το «περικεκομμένο», το εύκολο, το δοσμένο στο πιάτο.

-Τι άνθρωπος είναι η Χαριτίνη Ξύδη;

Δύσκολος και περίεργος, ανέκαθεν. Τώρα, πλέον, απαιτητικός και ανυποχώρητος, τουλάχιστον στις κυρίαρχες επιθυμίες. Αλλά, και απόλυτα δοτικός, σε όσους αξίζουν αγάπη και συμπόνια. Απόλυτα αλληλέγγυος σε όσους πέφτουν, όμως, επιθυμούν αδήριτα να ξανασηκωθούν.

-Πώς ορίζεις την ευτυχία;

Ως επιστροφή στην απλότητα. Να μπορώ να ζω πολύ, με το αγαπημένο μου πρόσωπο, να ταξιδεύουμε, να βγαίνω και να μιλώ με τους φίλους μου, να διαβάζω, να κάνω περιπάτους στο κέντρο της πόλης, να βγαίνω στα μπαρ και τα λαϊκά κέντρα της, να τραγουδάω, να παρακολουθώ σινεμά και θέατρο, ν’ αγαπώ χωρίς όρους και να μ’ αγαπούν.

-Νιώθεις πληρότητα για όσα έχεις καταφέρει;

Και πληρότητα και περηφάνια. Δεν είναι λίγο, να έχεις φτάσει ως εδώ, ολομόναχος, αποκλειστικά, με τις δικές σου δυνάμεις, τα οράματα, το φως και τους στόχους σου. Δεν είναι καθόλου λίγο, να τα βάζεις με τους δαίμονές σου, να μαθαίνεις από τις ήττες σου, να έχεις υποστεί σημαντικές, και κάποτε ανυπολόγιστες, χασούρες, φθορές και απώλειες, να συντρίβεσαι, και να μην παρατάς. Είναι μεγάλη νίκη. Επιμένω σε ό,τι είμαι και το υπερασπίζομαι. Το ίδιο θα συνεχίσω να κάνω, ως το φινάλε μου.

-Το προσωπικό σου καταφύγιο στις πιο δύσκολες στιγμές σου;

Το ποδήλατό μου και τα λαϊκά τραγούδια.

-Ο μεγάλος σου φόβος;

Η απώλεια της λογικής μου.

-Αν μπορούσες να γυρίσεις το χρόνο πίσω υπάρχει κάτι που θα ήθελες να αλλάξεις;

Τίποτε.

-Αν βρισκόσουν ναυαγός σε ένα ερημικό νησί ποιο αντικείμενο θα ήθελες να είχες μαζί σου για να σου κρατά συντροφιά;

Το φορητό μου τηλέφωνο.

-Η συμβουλή που θα έδινες σε ένα νέο άνθρωπο για να κάνει τα όνειρα του πραγματικότητα;

Να αγωνίζεται, χωρίς εκπτώσεις, να μην εγκαταλείπει, με πίστη στον εαυτό του, τόλμη, αφοβία, επιμονή και αγάπη.

-Τι σου έρχεται στο μυαλό όταν λες το όνομα Χαριτίνη Ξύδη;

Μια λαϊκή πίστα, του ’60, στο κέντρο της Αθήνας.

-Χαριτίνη σε ευχαριστώ πολύ για την επικοινωνία μας.

Και εγώ ευχαριστώ.

Χαριτίνη Ξύδη βιογραφικό

Συνέντευξη στον Χρήστο Ηλιόπουλο

Αποτυχημένος φοιτητής Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποτυχημένος φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Ερασιτέχνης ραδιοφωνικός παραγωγός και αρθρογράφος. Συλλέκτης βινυλίων, κόμικς και βιβλίων. Λάτρης της ινδικής κουζίνας και του κόκκινου κρασιού. Με το γράψιμο έχω μια ιδιαίτερη σχέση. Όταν γράφω θέλω η σκέψη που ξεκινάει από εμένα να ολοκληρώνεται από τον αναγνώστη...