Η διαδικασία της μετατροπής των αγροτικών κοινωνιών σε αστικές ξεκίνησε από τον σχηματισμό των πρώτων οικισμών και συνεχίζεται με αυξανόμενους ρυθμούς ως σήμερα. Το φαινόμενο αυτό είναι παγκόσμιο και διαχρονικό και συνδέεται άμεσα με τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις σε μια περιοχή.
Με τον όρο «αστικοποίηση» υποδηλώνεται η τάση συγκέντρωσης του πληθυσμού μιας χώρας στις μεγάλες πόλεις ή η αύξηση του πληθυσμού που ζει στις αστικές περιοχές. Ορισμένοι ερευνητές χρησιμοποιούν την έννοια της αστικοποίησης για να περιγράψουν την αύξηση της έκτασης που καταλαμβάνει μια πόλη ή που χρησιμοποιείται για αστικές χρήσεις, ενώ κάποιοι άλλοι τη θεωρούν κοινωνική διαδικασία για την υιοθέτηση παραδόσεων και ιδεών που συνδέονται με τους κατοίκους μεγάλων πόλεων. Η ιστορία της πόλης ξεκίνησε από τους προϊστορικούς χρόνους και πέρασε από πολλές διαφορετικές φάσεις κοινωνικής εξέλιξης για να φτάσει στη σημερινή της μορφή.
Την δέκατη χιλιετία π.Χ. ο άνθρωπος αποδεσμεύτηκε από τη φύση και συντελέστηκαν οι πρώτοι αγροτικοί οικισμοί στην Μεσοποταμία. Η αρχαιότερη πόλη που αναδύθηκε στην περιοχή της θεωρείται από τους σύγχρονους μελετητές ότι είναι η Ουρούκ (Uruk), γύρω στο 4500 π.Χ., και στη συνέχεια αυτή της Ουρ (Ur) γύρω στο 3800 π.Χ. Και οι δύο βρίσκονταν τότε κοντά στις όχθες του ποταμού Ευφράτη. Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκαν νέες τεχνολογίες παρασκευής τροφίμων, ενώ εμφανίστηκαν ακόμη και νέες τεχνικές μαγειρικής, καθώς και βελτιωμένες τεχνικές συντήρησης των αγαθών αυτών.
Για τους Σουμέριους, ωστόσο, η πρώτη πόλη ήταν η Εριντού (Eridu) που ιδρύθηκε το 5400 π.Χ. Πιθανότατα όμως, δεν ήταν «πόλη» με τον ίδιο τρόπο που θα όριζε κανείς την Ουρούκ ή την Ουρ. Στον μύθο της (Ινάννα) Inanna και του Θεού της Σοφίας, οι επιταγές του πολιτισμού μεταφέρονται από την Εριντού στην Ουρούκ και πιστεύεται ότι το θέμα αυτού του ποιήματος αντιπροσωπεύει τη μετατόπιση του παραδείγματος από έναν πιο ποιμαντικό τρόπο ζωής (συμβολίζεται από την Εριντού) σε έναν ακόμη αστικοποιημένο (που εκπροσωπείται από την Ουρούκ).
Η δομή της πόλης και η ασφάλεια της αστικής διαβίωσης φαίνεται να έχουν προσελκύσει τον πληθυσμό της περιοχής στα αστικά κέντρα. Μια θεωρία προτείνει ότι ο πληθυσμός απομακρύνθηκε βίαια από τη γεωργία και μεταφέρθηκε στις πόλεις των οποίων οι άρχοντες οικειοποιήθηκαν τα εδάφη για το κράτος.
Εντούτοις, αποτυγχάνεται η επεξήγηση τη συνέχισης της αστικοποίησης σε όλη την ιστορία της Μεσοποταμίας ή την αναπαραγωγή της σε άλλα έθνη. Το έτος 2600 π.Χ. η Ουρ ήταν μια ακμάζουσα μητρόπολη και, μέχρι το 2900 π.Χ., ήταν μια περιτειχισμένη πόλη με πληθυσμό περίπου 65.000 κατοίκων. Η αστικοποίηση, ωστόσο, συνεχίστηκε καθώς η πόλη επεκτάθηκε από το κέντρο και, με τον καιρό, τα κάποτε εύφορα χωράφια που τροφοδοτούσαν τον πληθυσμό εξαντλήθηκαν. Η υπερβολική χρήση της γης, σε συνδυασμό με μια μυστηριώδη μετατόπιση στον Ευφράτη, τα νερά του οποίου τραβήχτηκαν μακριά από την πόλη, είχαν ως αποτέλεσμα το συγκρότημα να εγκαταλειφθεί τελικά γύρω στο 500 π.Χ. Η Εριντού, για παρόμοιους ίσως λόγους, εγκαταλείφθηκε το 600 π.Χ. και η Ουρούκ το 650 π.Χ.
Πόλεις άρχισαν να σχηματίζονται κατά μήκος του ποταμού Νείλου στην Αίγυπτο, της κοιλάδας του ποταμού Ινδού στην ινδική υποήπειρο και του κίτρινου ποταμού (Huang He) στην Κίνα, καθώς οι άνθρωποι άρχισαν να καλλιεργούν και να εγκαθίστανται σε κοινότητες. Η αγροτική παραγωγή σε αυτές τις εύφορες περιοχές σήμαινε ότι οι άνθρωποι μπορούσαν να εγκαταλείψουν τον νομαδικό τρόπο ζωής ως κυνηγοί και συλλέκτες για να επωφεληθούν από το πλεόνασμα τροφίμων. Η εγκατάσταση κατά μήκος των πλωτών οδών παρείχε ένα πολύ αναγκαίο σύστημα μεταφοράς που διευκόλυνε το εμπόριο.
Εν συνεχεία, η Βιομηχανική Επανάσταση βοήθησε σημαντικά στην επέκταση των πόλεων. Συντελέστηκε τον δέκατο όγδοο με δέκατο ένατο αιώνα μ.Χ. και ξεκίνησε από την Ευρώπη, συγκεκριμένα από την Αγγλία. Με την εφεύρεση της ατμομηχανής και της μηχανής εσωτερικής καύσης, αλλά και με την παραγωγή του ηλεκτρισμού αποτελεί τεράστιο βήμα απομάκρυνσης, εν μέρει, του ανθρώπου από τη φύση. Το βασικότερο σημείο αυτής της εποχής συνίσταται στη βιοτεχνική και βιομηχανική παραγωγή, η οποία επιδρά κατά το μέγιστο στον τρόπο κοινωνικής, οικονομικής και χωρικής οργάνωσης, αλλά και προσφέρει ποιοτικότερη ιατρική περίθαλψη. Ακόμη, με την εξέλιξη των μεταφορικών μέσων και δικτύων ανθίζουν εμπόριο και οικονομία και οι απομακρυσμένοι πολιτισμοί έρχονται πιο κοντά, αναπτύσσοντας στενότερες σχέσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εντείνεται η αστικοποίηση, ενώ ξεκινά να αναπτύσσεται και το φαινόμενο της προαστιοποίησης.
Συγκεντρώνοντας μεγάλο αριθμό εργαζομένων και των οικογενειών τους στις πόλεις, ο βιομηχανισμός οδήγησε τελικά στο ότι η σύγχρονη ζωή είναι αναμφισβήτητα αστική ζωή για τη συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού. Κατά τη διάρκεια του 20ου και του 21ου αιώνα, η συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη και η πληθυσμιακή αύξηση τροφοδότησαν τη δημιουργία μεγαλουπόλεων – συγκεντρώσεις αστικών κέντρων που μπορεί να εκτείνονται για δεκάδες μίλια.