Στο συρμό με κατεύθυνση Κηφισιά προς στάση Πανεπιστήμιο, ο Σταύρος αναβίωσε νοερά σκηνές από τον πόλεμο που είχε ζήσει πριν μερικά χρόνια. Του το επανέφερε στη μνήμη του πριν λίγο ένας άστεγος που παρακάλαγε για ένα κομμάτι ψωμί. Στα μάτια του έβλεπε την γνώριμη πείνα και δίψα αλλά όχι την ίδια απόγνωση του πολέμου. Είχε βιώσει και ο ίδιος καταστάσεις ανέχειας κι εξαθλίωσης. Τις ήξερε καλά και ευχόταν κανένας ποτέ να μην τις ζήσει.
Θυμήθηκε που πάλευε να σώσει τη ζωή του μέσα στα συντρίμμια από τους βομβαρδισμούς. Απαίσιοι και εκκωφαντικοί θόρυβοι που σταματημό δεν είχαν και ξαφνικά μέσα σε όλον αυτόν το χαμό που επικρατούσε, άκουσε μια παιδική φωνή να φωνάζει και να κλαίει. Ήταν ένα αγοράκι που στεκόταν δίπλα από τα άψυχα τραυματισμένα σώματα μιας γυναίκας και ενός άντρα. Τους γονείς του. Ήταν ξυπόλητο και με τρύπια ρούχα, σχεδόν σκελετωμένο.
Σκέφτηκε προς στιγμή να φύγει και να αφήσει στη μοίρα του το παιδί, που σίγουρα δε θα ήταν άλλη από αυτή του θανάτου. Κοντοστάθηκε παράμερα να το κοιτάζει. Αυτόματες σκέψεις πέρασαν στο νου του. Μα τι μπορούσε να κάνει; Θα έμπλεκε αν το έπαιρνε μαζί του. Ούτε να το διανοηθεί. Τραβήγματα σε πρεσβείες, χαρτιά κι ένα σωρό διαδικασίες. Κι ύστερα τι; Μετά; Ποιος θα το φορτωνόταν; Όλα αυτός;
Μια ζωή αφιερωμένη σε αυτό το παιδί. Τη δική του τη ζωή. Αφιέρωση στην ανατροφή του, στη φροντίδα, στη διαπαιδαγώγησή του κι όλα όσα θα έπρεπε να θυσιάσει αν αποφάσιζε να το σώσει και να το πάρει κοντά του. Έτσι κι αλλιώς κανένας δε θα το αναζητούσε, ούτε θα του ζήταγε τον λόγο αν δε το έσωνε. Τι το σκεφτότανε; Που ακούστηκε άντρας μόνος να γίνεται πατέρας αναλαμβάνοντας ένα παιδί που δεν ήταν δικό του; Όμως του πήγαινε η καρδιά του να το αφήσει;
Ο επόμενος ισχυρός βομβαρδισμός δε του άφησε περιθώρια σκέψης. Όσα χρόνια και να περάσουν ποτέ δε πρόκειται να ξεχάσει την εικόνα αυτού του αγοριού μέσα στα συντρίμμια. Το κλάμα του, την αγωνία του, τα φοβισμένα μάτια του.
«Εεε… Ξύπνα μπαμπά. Κατεβαίνουμε.»
Του είπε ο νεαρός που καθότανε στο απέναντι κάθισμα.
«Φτάσαμε στο πανεπιστήμιο».
Σήμερα ήταν η ορκωμοσία του γιού του.
Ο Σταύρος σηκώθηκε και χαμογέλασε πλημυρισμένος από ευτυχία και ικανοποίηση, που τότε, αψηφώντας όλους τους φόβους και ενδοιασμούς του είχε πάρει τη σωστή απόφαση.
«Μπαμπά φτάσαμε» του είπε το αγόρι.
Από την Φανή Μπότσαρη