Κράτος σαθρό, γκρεμίζεται θαρρώ

Από την απελευθέρωση Λιγνάδη στις πυρκαγιές στην Πεντέλη ένα τσιγάρο δρόμος. Το κράτος είναι πλέον ξεκάθαρα σαθρό, πιο σαθρό από ποτέ, βρωμάει και ζέχνει, σαπίζει εκ των έσω, έχει κακοφορμίσει και άλλο δεν παίρνει πια.

Το δικαστήριο στις 13/7 αποφάσισε για τον υπόδικο Λιγνάδη με την κατηγορία του βιασμού, την ενοχή για 2 από τους 3 βιασμούς για τους οποίους τελικά εκδικάστηκε και την απελευθέρωσή του με εγγύηση 30.000€ και περιοριστικούς όρους παρουσίας του 3 φορές τον μήνα στο αστυνομικό τμήμα και την απαγόρευση εξόδου από την χώρα. Απόφαση που βασίστηκε στο περιβόητο άρθρο 497 παρ.8 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Από εκείνο το σημείο και μετά η αντιφατική απόφαση προκάλεσε ένα κύμα αντιδράσεων σε όλη την χώρα βασιζόμενο στο περί κοινού δικαίου αίσθημα πως ένας καταδικασμένος βιαστής δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στην φυλακή μέχρι και την οριστική καταδίκη ή αθώωσή του στο εφετείο.

Την μπάλα πήραν με την σειρά τους κόμματα και κομματικοί στρατοί προσπαθώντας ο καθένας να πετάξει το μπαλάκι των ευθυνών στον άλλον. Μεταξύ άλλων ακούστηκε και το ψευδές πως το συγκεκριμένο άρθρο με το οποίο απελευθερώθηκε ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι έργο της προηγούμενης κυβέρνησης. Κάτι που φυσικά δεν ισχύει, το άρθρο και η συγκεκριμένη διάταξη ισχύουν από το 2010 και επιπλέον ο νόμος πάντα ορίζει όλα τα ενδεχόμενα τα οποία επιδέχονται ερμηνείας από το δικαστήριο. Κοινώς τα δικαστήρια αποφασίζουν για κάθε περίπτωση εξειδικευμένα με βάση την κείμενη νομοθεσία, γι’ αυτό και σε ίδια αδικήματα όταν κριθεί η ενοχή, βλέπουμε διαφορετικές ποινές πολλές φορές. Σε κάθε περίπτωση δεν αποφυλακίστηκε ο συγκεκριμένος με βάση κάποιο άρθρο και κάποιον συγκεκριμένο νόμο αλλά επειδή το δικαστήριο έτσι έκρινε και αποφάσισε. Ερευνώντας κανείς στο διαδίκτυο μπορεί να βρει την προφυλάκιση ατόμων μέχρι το εφετείο για παρόμοιο αδίκημα ή άλλα αδικήματα. Μόνο που εκείνα τα άτομα δεν ήταν επώνυμα.

Συνεπώς το πρόβλημα, το βαθύτερο πρόβλημα και η ουσία του ζητήματος δεν είναι άλλη παρά η άνιση απονομή δικαιοσύνης σύμφωνα με το ειδικό βάρος που φέρνει ο κάθε κατηγορούμενος. Είναι λίγο πολύ όπως στο ποδόσφαιρο στην Ελλάδα όπου οι διαιτητές σχεδόν πάντα σφυρίζουν υπέρ της μεγαλύτερης ομάδας, όχι γιατί τα πήραν, απλώς επειδή ξέρουν ότι σε διαφορετική περίπτωση θα βρεθούν να σφυρίζουν αγώνες β’ ή γ’ εθνικής. Έτσι λοιπόν ούτε οι δικαστές απαραιτήτως έχουν δοσοληψίες με φορείς της εξουσίας, απλώς ταυτίζονται με την εξουσία. Ιδού η άνιση απονομή της δικαιοσύνης.

Πάμε τώρα στις πυρκαγίες στην Πεντέλη και θα διαπιστώσουμε αδιαφορία του κρατικού μηχανισμού απέναντι στον απλό πολίτη όπου η περιουσία του καίγεται μαζί με τα δάση και ζώα. Αμφιβάλλει κανείς πως αν απειλούνταν πανάκριβες βίλες πολιτικών, εφοπλιστών και βιομηχάνων ο κρατικός μηχανισμός θα ήταν πανέτοιμος και θα ενεργούσε άμεσα; Αντί γι’ αυτό βλέπουμε τους κατοίκους να παλεύουν μόνοι τους με τις φλόγες με λίγους αστυνομικούς να βοηθάνε όπως μπορούν και ακόμα λιγότερους πυροσβέστες. Οι δε δημοσιογράφοι αντί να κατακρίνουν την κυβέρνηση για την ελλιπή οργάνωση αν όχι πλήρη ανοργανωσιά του κρατικού μηχανισμού, ανταγωνίζονται για το καλύτερο πλάνο κάποιας οικείας κάποιου δύσμοιρου ανθρώπου να καίγεται ολοσχερώς.

Όταν λοιπόν οι τρεις εξουσίες: νομοθετική (οι βουλευτές που νομοθετούν), δικαστική (δικαστήρια) και εκτελεστική (διοικητική εξουσία) χορεύουν πεντοζάλι και η 4η (δημοσιογράφοι – ΜΜΕ) που υποτίθεται τις ελέγχει, κρατάει τον ρυθμό χτυπώντας παλαμάκια ως κλακαδόρος, δεν μπορούμε παρά να θεωρούμε το κράτος στο οποίο ζούμε σαθρό. Και όταν τα θεμέλια αρχίζουν να τρίζουν, αργά η γρήγορα θα γκρεμιστεί ολόκληρο το οικοδόμημα αφήνοντας στη θέση του συντρίμμια, αρρωστημένους και αγρίμια.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η Ελλάδα βρέθηκε στην 108η θέση στην ελευθερία του τύπου σύμφωνα με την έκθεση της RSF («Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα») και σύμφωνα με την πανελλαδική έρευνα της ΚAPA Research A.E. πέρυσι τέτοια εποχή, οι Έλληνες εμπιστεύονται περισσότερο από όλους τους θεσμούς Στρατό και ΕΣΥ (κατά βάση λόγω της πανδημίας κυρίως επανήλθε η εμπιστοσύνη στο κρατικό σύστημα υγείας).

Ο Γιώργος Δόλγυρας γεννήθηκε στα Ιωάννινα 10.05.89. Μεγάλωσε στην Έδεσσα και τα τελευταία χρόνια ζει στην Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στη Νομική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Σπούδασε στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ στο τμήμα Δημοσιογραφίας. Παρακολούθησε μαθήματα σκηνοθεσίας, θεάτρου και συγγραφής. Εργάστηκε σε διάφορες θεατρικές και κινηματογραφικές παραγωγές. Το 2020 εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή διηγημάτων Τρόμου – Φαντασίας: «Σκοτεινά Φεγγάρια», η οποία κυκλοφόρησε από τις «Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή». Αρθρογραφεί επίσης στον ιστότοπο πολιτισιμού: culturepoint.gr.